Ο όμορφος περιπλανώμενος Μπεν Κουίκ, φτάνει σε μια μικρή πόλη του Μισισιπή, αλλά η φήμη του ως πυρομανής προηγείται, και τον στιγματίζει με την άφιξη του. Με την αποφασιστικότητα του όμως, θα κερδίσει σύντομα την εύνοια του βαθύπλουτου Γουίλ Βάρνερ, ο οποίος θεωρεί τον Μπεν το σωστό άντρα για την κόρη του, παρά τις έντονες αντιδράσεις του γιου του.
Οι ιστορίες πίσω από το «Μακρύ Καυτό Καλοκαίρι» ξεπερνούν σε φήμη ακόμη και το γεγονός πως κάθε φορά που κάποιος θέλει να αντιστρέψει την κοινή πεποίθηση πως ο Γουίλιαμ Φόκνερ ανήκει στους συγγραφείς που είναι αδύνατον να μεταφερθούν στο σινεμά, μπορεί να χρησιμοποιήσει ως παράδειγμα αυτό το μάλλον ξεχασμένο μελόδραμα που ζωντανεύει με στιβαρότητα τον γοτθικό Νότο του νομπελίστα συγγραφέα, αποθεώνοντας τις περισσότερες από τις πολυεπίπεδες εμμονές του πάνω στη συνείδηση, την εξουσία, την πατριαρχία και τη λάθος πλευρά του αμερικανικού ονείρου.
To φιλμ υπήρξε η μεγάλη επιστροφή του Μάρτιν Ριτ από τη «μαύρη λίστα» στην οποία είχε μπει μετά από τις κατηγορίες για τις σχέσεις του με το κομμουνιστικό κόμμα και μια καριέρα στην τηλεόραση που διακόπηκε απότομα, αναγκάζοντάς τον να ζει, διδάσκοντας στο Actor's Studio και νομοτελειακά να ξαναξεκινήσει μια καριέρα στο Χόλιγουντ που μέσα στις δεκαετίες θα τον ανακήρυσσαν σε ένα από τα καλά κρυμμένα μυστικά της βιομηχανίας με ταινίες όπως το «The Spy Who Came in from the Cold», το «The Great White Hope» ή το «Norma Rae» που θα χάριζε το Οσκαρ στη Σάλι Φιλντ.
Το φιλμ θα σηματοδοτούσε και ένα από τα μεγαλύτερα love stories της ιστορίας του σινεμά, αφού εκεί γνωρίστηκαν και έπαιξαν για πρώτη φορά μαζί ο Πολ Νιούμαν με την Τζόαν Γούντγουορντ, για να παντρευτούν λίγους μήνες πριν την έξοδο της ταινίας στις αίθουσες και να μείνουν μαζί για μισό αιώνα - υποδειγματικό ζευγάρι στις παρυφές μιας βιομηχανίας που τους έθρεψε αλλά δεν κατάφερε ποτέ να τους χωρίσει.
Και φυσικά πώς να ξεχάσει κανείς πως το φιλμ υπήρξε ακόμη μια σελίδα στη βαριά ιστορία του Ορσον Γουέλς, ο οποίος παραλίγο να δυναμιτίσει το γύρισμα με το ανεξέλεγχτο ταπεραμέντο του, τις διαφωνίες του για το σενάριο και τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Ριτ, ο οποίος παρά τις προσπάθειες για την όποια συμφιλίωση κατάφερε να μείνει γνωστός με το παρατσούκλι «αυτός που δάμασε τον Ορσον» για πολλά χρόνια μετά την έξοδο της ταινίας και τη δημόσια απολογία/παραδοχή του Γουέλς πως υπήρξε άδικος με τον σκηνοθέτη του.
Εμπνευσμένο άτυπα - εκτός από το πρωτότυπο υλικό του Φόκνερ - και από τη βραβευμένη με Πούλιτζερ το 1955 «Λυσσασμένη Γάτα» του Τένεσι Γουίλιαμς (με την ταινία του Ρίτσαρντ Μπρουκς να βγαίνει στις αίθουσες τέσσερις μήνες μετά το φιλμ του Ριτ), το «Μακρύ Καυτό Καλοκαίρι» - με τα εύθραυστα σαν πορσελάνες κορίτσια, τα ευνουχισμένα αγόρια, τις αμαρτίες γονέων και τον ιδρώτα να τρέχει στο σώμα ανήμπορο να κατευνάσει τις ορμές του στο καλοκαίρι του Νότου - θα μπορούσε να ανήκει στον Γούλιαμς, αν εξαιρέσει κανείς την πιο «μεγάλη εικόνα» της Αμερικής στο πνεύμα του Φόκνερ και τον ρεαλισμό που εδώ εκπροσωπείται αποκλειστικά από τον χαρακτήρα του Πολ Νιούμαν, ξένο σώμα ανάμεσα στα μέλη μιας οικογένειας που κατασπαράσσεται από την ταξική της θέση και έναν πατέρα πιο χυδαίο και από τη θέα ενός κοριτσιού που εν έτει 1958 μιλάει απενοχοποιημένα για το σεξ.
Ο Μάρτιν Ριτ ταυτίζεται με τον τυχοδιώκτη του απαγορευτικά όμορφου Πολ Νιούμαν και μαζί του ξεσκεπάζει όλα όσα κρύβονται κάτω από τη θλιμμένη γοητεία της Τζόαν Γούντγουορντ σε μια σινεμασκόπ περιπλάνηση ως εκεί που τελειώνει η ψευδαίσθηση μιας κραταιάς Αμερικής.
Οι αριστοτεχνικές σκηνές των δύο (όπως το πρώτο τους φιλί), η σύγκρουση ανάμεσα σε ένα πληγωμένο αγόρι που φοράει το ένδυμα του κυνισμού για να επιβιώσει και ένα κορίτσι που αντιτάσσει την ευγένειά της πάνω σε όλα τα χαμένα όνειρα που προετοίμασαν γι' αυτήν χωρίς αυτήν, γίνονται το κέντρο μιας ιστορίας που ενδίδει χωρίς αναστολή στην υπαγορευμένη από την εποχή «ενήλικη» τολμηρότητα των διαλόγων του, προκειμένου να μιλήσει για τις αμαρτίες των γονέων που θα κρατούν για πάντα τα παιδιά έντρομα μπροστά στη δική τους ενηλικίωση.
Ο Ορσον Γουέλς - υπερβολικός κι εδώ όπως πάντα, μπορεί να γεμίζει αναπόφευκτα την οθόνη, φλερτάροντας επικίνδυνα με το γκροτέσκο που απαιτεί ο ηρωάς του, την ίδια στιγμή που ο Ριτ σκηνοθετεί πάνω στον τόνο που του προσφέρει η καυτή γη του αμερικάνικου Νότου, όχι πάντα σίγουρος για το αν ένα μελόδραμα οφείλει να φτάσει στα άκρα μια λογοτεχνίζουσας απόδοσης ή να «ανοίξει» τα πλάνα του σε μια κινηματογραφική ματιά πέρα και πάνω από το «στο γραμμάριο» δουλεμένο σενάριο.
Κάθε φορά, όμως, που οι απόφοιτοι του Actor's Studio στα πρόσωπα του Νιούμαν και της Γούντγουορντ μένουν μόνοι, αποφασισμένοι επαναστάτες της δικής τους γενιάς, το φιλμ αποκτά το ρεαλισμό που χάνει από την ξεπερασμένη σινεμασκόπ του μελαγχολία. Και είναι σε εκείνα τα σημεία που ένα φιλμ για ένα περασμένο μακρύ καυτό καλοκαίρι νιώθεις πως φτάνει σχεδόν το ίδιο καυτό στο σήμερα.