Στο Γκόθαμ ζυμώνονται μεγάλες αλλαγές κι αν ο Μπάτμαν θέλει να σώσει την πόλη από την εχθρική κατάληψη του Τζόκερ, ίσως πρέπει να αφήσει πίσω το μοτίβο του μοναχικού εκδικητή, να μάθει να συνεργάζεται με άλλους, και ίσως… ίσως έτσι… να καταφέρει να χαλαρώσει.
Η αλήθεια είναι πως ήταν κάπως τολμηρή η απόφαση των δημιουργών της πρώτης Lego Ταινίας να σατιρίσουν με εξωφρενικό τρόπο μεγάλα franchises, από τον «Πόλεμο των Αστρων» μέχρι την «Hello Kitty» και ακόμη παραπέρα. Ολα ήταν τόσο φευγάτα, τόσο πολύχρωμα, τόσο αστεία που σε έκαναν να πιστέψεις πως η μαγεία δεν έχει ακόμα χαθεί από αυτά τα μικρά τουβλάκια, τα οποία παραμένουν - ακόμη και στην εποχή του CGI - ικανά να δημιουργήσουν ονειρεμένους και γιατί όχι «ενήλικους» κόσμους. Εκεί, μέσα στα πολύχρωμο αυτό σύμπαν της πρώτης ταινίας, ένας μονόχνωτος χαρακτήρας, τόσο στην διάθεσή του όσο και στην γκαρνταρόμπα του, ο Μπάτμαν, κατάφερε να κλέψει τις εντυπώσεις.
Κι επειδή δεν χρειαζόταν κάτι παραπάνω για να αποκτήσει και ο Μπάτμαν την δική του Lego ταινία, γιατί ΟΚ είναι ο Μπάτμαν όπως και να το κάνουμε, o σκηνοθέτης Κρις ΜακΚέι κατάφερε με αυτό το spin-off να προσαρμόσει ένα πιο φιλικό προς τα παιδιά και τους εφήβους χιούμορ αλά «Deadpool» αντικαθιστώντας ό,τι πιο κάφρικα, πρόστυχα και γεμάτα με αυτάρεσκη ειρωνεία αστεία μπορεί να είχε η ταινία της Marvel, με κάτι το πιο γλυκό και αθώα σαρκαστικό.
Αν και με την πρώτη ματιά, το εγχείρημα μοιάζει με άλλη μια μεγάλη διαφήμιση δυο ογκόλιθων της σύγχρονης αγοράς (Lego και Μπάτμαν), η «Ταινία Lego Μπατμαν» περιέχει όλο το πακέτο της καλής κωμωδίας και περιπέτειας και ταυτόχρονα το αμπαλάρει μέσα σε ένα περίτεχνο περιτύλιγμα σάτιρας, αναφορών και μέτα στοιχείων, ικανοποιώντας ταυτόχρονα και τις όποιες εμπορικές της προεκτάσεις. Χωρίς να χάνει πόντους στο σενάριό της, το οποίο για άλλη μια φορά είναι γεμάτο φαντασία για να ικανοποιήσει τους μικρούς αλλά και αρκετά τριπαρισμένο για να ικανοποιήσει τους μεγάλους, τα μηνύματα ενοποίησης και της οικογένειας, όποιας κι αν είναι αυτής, που περνάει είναι αυτά που καταφέρνουν να μείνουν και μετά το τέλος.
Ισως αυτό που έχει ξεφτίσει λίγο στην δεύτερη ταινία είναι το επίπεδο εντυπωσιασμού που είχε προκαλέσει εικαστικά η πρώτη «Lego Ταινία». Σίγουρα τα πάντα συνεχίζουν να λειτουργούν σαν Lego, από την κίνησή τους μέχρι και την κατασκευή μεγαλοπρεπών σκηνικών, ίσως αυτή την φορά με την βοήθεια λίγο περισσότερου CGI, και με την Γκόθαμ Σίτι να δείχνει έναν τόνο παραπάνω χρωματιστή από όσο πρέπει, κάνοντας έτσι αντίθεση με την συναισθηματική μαυρίλα του Μπάτμαν.
Ενας Μπάτμαν που αν δεν ήταν ο Γουίλ Αρνέτ (με περιέργεια να δούμε πως τον έχει προσεγγίσει ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης στην ελληνική μεταγλώττιση) να του δανείσει την φωνή και να τον φέρει στην ζωή, με τον μοναδικό του τρόπο, σίγουρα η ταινία δεν θα είχε την ίδια επιτυχία. Ο Αρνέτ χρησιμοποιώντας την ίδια τραχιά χρεία στην φωνή του όπως έκανε ο Κρίστιαν Μπέιλ στην τριλογία του «Μπάτμαν» του Κρίστοφερ Νόλαν, αυτοσαρκάζεται συνεχώς, δημιουργώντας ένα εγωκεντρικό, ματσό, αλαζόνα Μπάτμαν ο οποίος ξέρει να περνάει και μόνος του καλά.
H «Ταινία Lego Μπατμαν» έχει πάρει το σωστά κομμάτια, ενώνοντάς τα για να δημιουργήσει κάτι το υπερηρωικά φευγάτο και μαγικό. Για άλλη μια φορά οι δημιουργοί της φαίνεται πως δεν βάζουν όρια στην φαντασία τους και μαζί με αυτούς καταφέρνουν να πάρουν μικρούς και μεγάλους σε έναν ταξίδι όπου «everything is awesome.»