Πολύ πριν φτάσει στο Περού για να κινηματογραφήσει αυτό που θα μπορούσε - επιβεβαιώνοντας στο απόλυτο τον τίτλο της - να ήταν η τελευταία ταινία που γυρίστηκε ποτέ, ο Ντένις Χόπερ είχε ήδη διασχίσει το δικό του ιλιγγιώδες roller coaster προς το τέλος του αμερικανικού ονείρου, το τέλος του Χόλιγουντ όπως το ξέραμε, το οριστικό τέλος της λογικής που τον έφερε να γίνει ο μεγαλύτερος σταρ της βιομηχανίας και, την ίδια στιγμή, ο μεγαλύτερος απόκληρος που γνώρισε ποτέ το αμερικανικό σινεμά.

Βρισκόμαστε στο 1970 και ο Ντένις Χόπερ είναι με διαφορά ο πιο διάσημος άνθρωπος στο Χόλιγουντ. Ο «Ξένοιαστος Καβαλάρης» είναι η πιο πολυσυζητημένη ταινία της προηγούμενης χρονιάς και μαζί ένα εμπορικό θαύμα, με κόστος παραγωγής 375.000 δολάρια και συνολικά διεθνή κέρδη 600.000.000. Η δεκαετία του ’70 έχει μπει στο Χόλιγουντ με σηκωμένο το μεσαίο δάχτυλο σε οποιαδήποτε σύμβαση, το Νεό Αμερικάνικο Σινεμά ετοιμάζεται για τους απόλυτους θριάμβους που θα έρθουν τα επόμενα χρόνια και ο Ντένις Χόπερ θεωρεί ιδανική τη στιγμή για να ανασύρει ένα πρότζεκτ ζωής που είχε ξεκινήσει να ετοιμάζεται ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’60.

Η ιδέα για την «Τελευταία Ταινία» γεννήθηκε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του «The Sons of Katie Elder» του Χένρι Χάθαγουεϊ στο Ντουράνγκο στο Μεξικό το 1965. «Τι θα γινόταν αν οι ιθαγενείς έμεναν να ζουν με τα εγκαταλελειμένα σκηνικά του γουέστερν», σκέφτηκε ο Ντένις Χόπερ που συμπρωταγωνιστούσε στην ταινία μαζί με τον Τζον Γουέιν και τον Ντιν Μάρτιν και έτσι προσέγγισε τον Στιούαρτ Στερν, τον σεναριογράφο του «Επαναστάτη Χωρίς Αιτία» για να γράψουν μαζί μια αλληγορία για τον καπιταλισμό, την αποικιοκρατία, τη βία μέσα (μας) και έξω (μας) από το γύρισμα μιας ταινίας με τον εύγλωττο τίτλο «The Last Movie».

Η ιστορία ήθελε έναν κασκαντέρ με το όνομα Κάνσας να εργάζεται σε ένα γουέστερν για τον Billy the Kid, το οποίο γυρίζεται στο Περού. Οταν ο ηθοποιός που υποδύεται τον Μπίλι σκοτώνεται σε ένα δυστύχημα, το συνεργείο φεύγει από την περιοχή αλλά ο Κάνσας μένει πίσω πιστεύοντας ότι μπορεί να προσελκύσει κι άλλες παραγωγές για να γίνει μάρτυρας των ντόπιων που χρησιμοποιούν τα σκηνικά για να γυρίσουν μια δική τους ταινία, χωρίς όμως να μπορούν να ξεχωρίσουν την αλήθεια από το ψέμα του σινεμά.

Αυτή ήταν η ιστορία που τελικά γυρίστηκε, αφού πριν η ταινία είχε μπει στο συρτάρι για τρια χρόνια και ανασύρθηκε μετά την επιτυχία του «Ξέγνοιαστου Καβαλάρη». Οχι, όπως αναμενόταν, για να ευλογηθεί από τους παραγωγούς, αλλά για να απορριφθεί από σχεδόν όλους (τον Φιλ Σπέκτορ στην αρχική της μορφή πριν τον «Καβαλάρη», τη Warner, την Columbia μετά, επειδή ο Ντένις Χόπερ ήταν αποφασίσμένος ότι και θα σκηνοθετήσει αλλά και θα πρωταγωνιστήσει, αφού η αρχική του επιλογή, ο Μοντγκόμερι Κλιφτ δεν ήταν πια στη ζωή και ο Τζέισον Ρόμπαρτς δεν ήταν ακριβώς ο Κάνσας) εκτός από την Universal Pictures που έδωσε στον Χόπερ 850.000 δολάρια και το τελικό cut - δηλαδή το ελεύθερο να κάνει πραγματικότητα το όραμά του στο Περού που κάποτε ταξίδεψε και ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα.

Ολες οι περιγραφές για το τι ακριβώς συνέβη στα γυρίσματα του «The Last Movie» συνηγορούν τελικά και στον λόγο της μοναδικότητάς του, αφού αυτό ακριβώς που ήθελε να καταγράψει ο Χόπερ - το πώς οι άνθρωποι ενός κινηματογραφικού συνεργείου διαβρώνουν την αγνότητα των ιθαγενών στη Νότιο Αμερική - ήταν αυτό που έγινε και στην πραγματικότητα, με πλήθος ανθρώπων να δημιουργούν ένα πρωτοφανές χάος («όργιο από σεξ και ναρκωτικά»), «φτιαγμένοι» από τοπικά ναρκωτικά πρώτης ποιότητας και όμως δοσμένοι στο χρέος τους ότι γυρίζουν μια ταινία. «Ηταν ένα διαρκές όργιο από σεξ και ναρκωτικά. Οπου και να κοίταζες έβλεπες τρελαμένους γυμνούς ανθρώπους. Αλλά αυτό δεν μας εμπόδισε. Μας βοήθησε να κάνουμε τελικά την ταινία. Μπορεί να ήμασταν εθισμένοι στα ναρκωτικά αλλά είχαμε εργασιακή ηθική... Τα ναρκωτικά, το αλκοόλ, το τρελό σεξ, όλα ενίσχυαν τη δημιουργικότητά μας.»

Οχι ότι τα ναρκωτικά, το αλκοόλ, το σεξ και η τρέλα του γυρίσματος δεν φαίνονται στο τελικό αποτέλεσμα, μαζί με τους αυτοσχεδιασμούς του Χόπερ και τη διαρκή αίσθηση ότι αυτό που βλέπεις είναι περισσότερο ένα ντοκιμαντέρ για τα γυρίσματα μιας ταινίας παρά μια ταινία από μόνο του. Η «Τελευταία Ταινία» αναπνέει με ανοιχτά πνευμόνια την ελευθερία των 70s και φέρει εμφανώς το σημάδι μιας μελαγχολίας για το τέλος μιας ολόκληρης εποχής (όπως ακριβώς συνέβαινε και στον «Ξέγνοιαστο Καβαλάρη»), αλλά ταυτόχρονα το νιώθεις ότι κρύβει μέσα της μια φλόγα που περιμένεις από στιγμή σε στιγμή πως θα κάψει τα πάντα - είτε αυτά είναι η Αμερική του καπιταλισμού, είτε η σοβαροφάνεια μιας ολόκληρης βιομηχανίας που δεν μπορούσε ακόμη να διαχειριστεί την επιτυχία μιας ταινίας με δύο μηχανόβιους που διασχίζουν την Αμερική μαστουρωμένοι.

Στα όρια του πειραματικού σινεμά (και πιο κοντά σε ένα ρεμιξ του αμερικανικού underground με τη nouvelle vague), η «Τελευταία Ταινία» προέκυψε από 40 ώρες υλικού που ο Χόπερ (και οι περίπου 12 μοντέρ που έφερε για να μοντάρουν το υλικό) δεν ήξερε τι ακριβώς να τις κάνει. Η ιστορία θέλει από το δωμάτιο του μοντάζ να περνάει μέχρι και ο Αλεχάντρο Χοδορόφσκι, ο οποίος ολοκλήρωσε και αυτός τη δική του εκδοχή πάνω στην ταινία, μέχρι που η οριστική σωτηρία ήρθε από τον Στιούαρτ Στερν - τον μόνο ίσως που θα μπορούσε να διακρίνει την αρχική ιστορία που είχε γράψει με τον Ντένις Χόπερ μέσα σε έναν ορυμαγδό από σκηνές που ακόμη και στη σωστή σειρά δεν έβγαζαν κανένα μα κανένα νόημα.

Παροξυσμικά κολλημένη σε ένα δικό της χωροχρόνο, η «Τελευταία Ταινία» είναι πριν από οτιδήποτε ένα αισθητικό θαύμα, μια από τις όμορφα φωτογραφημένες ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου - καθοριστική η συμβολή του θρύλου Λαζλο Κόβακς. Μέσα σε κάθε μικρή ή μεγάλη σκηνή της διακρίνεις τον σατιρικό τόνο που ο Ντένις Χόπερ προσδίδει σε όλη την αφήγηση, με την υπερβολή να αγγίζει μέχρι και το κιτς και τις ευθείες βολές στο Χόλιγουντ να διαπερνούν τις αχανείς εκτάσεις από τα ύψιπέδια του Περού. Μαζί όμως διακρίνεις ευκρινώς και το ερωτικό γράμμα που ο Χόπερ απευθύνει στο ίδιο το σινεμά (και δεν εννοούμε μόνο την παρουσία του Σάμιουελ Φούλερ) και τη σαρωτική δύναμη του ως το μοναδικό όπλο απέναντι στην αλήθεια.

Παίζοντας ευρηματικά με την ιδέα της πραγματικότητας και της αναπαράστασής της, βάζοντας συνεχώς τον θεατή στην άβολη (αλλά και παιχνιδιάρικη) θέση να μην ξέρει αν αυτό που βλέπει είναι η ταινία ή η ταινία μέσα στην ταινία ή ακόμη και μια ταινία για την ταινία μέσα στην ταινία, με τρικ - όπως αυτό της κάρτας που αναγράφει «κομμένη σκηνή» - που αποτίουν τον δικό τους φόρο τιμής στην ιστορία του σινεμά, με μια ρομαντική (πέστην και τελείως αφελή) πίστη στον άνθρωπο και στα δυο - τρία πράγματα που χρειάζεται για να είναι ευτυχισμένος, με ένα ολόκληρο σύμπαν τελικά που ανήκει ολοφάνερα σε έναν τολμηρό και έτοιμο να χάσει τα πάντα auteur, η «Τελευταία Ταινία» είναι αυτό που λέει ο τίτλος της.

Οχι γιατί μετά από αυτήν θα τέλειωνε το σινεμά, όπως το ξέραμε, αλλά γιατί για μια και μοναδική στιγμή μέσα στην πολύπαθη ιστορία του αμερικανικού σινεμά αυτή η ταινία έγινε πραγματικότητα. Κάτι που δεν θα μπορούσε να συμβεί σε καμία άλλη εποχή.

Η «Τελευταία Ταινία» έκανε την πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ Βενετίας. Δεν αποθεώθηκε, αλλά τον ίδιο Σεπτέμβρη του 1971 βγήκε στο New York’s RKO 59th St Twin Theater, εκεί όπου είχε κάνει πρεμίερα και το «Easy Rider». Η ανταπόκριση του κόσμου δεν ήταν καλή και η Universal απαίτησε από τον Ντένις Χόπερ να την μοντάρει ξανά, διακόπτωντας τις προβολές της. Ο Ντένις Χόπερ ομολόγησε χρόνια αργότερα πως χρειάστηκε δέκα χρόνια για να μπορέσει να ξανασκηνοθετήσει και πως κατάφερε να σταθεί στη βιομηχανία μάλλον από τύχη, ενώ η ταινία χάθηκε και ο Χόπερ κατάφερε να αποκτήσει τα δικαιωμάτά της το 2006. Δεν κυκλοφόρησε παρά το 2018 σε νέα ψηφιακή αποκατάσταση.

Παρά τα φαινόμενα, η ιστορία της «Τελευταίας Ταινίας» δεν είναι απλά κάτι που συμπληρώνει τον μύθο της ή την εμπειρία της θέασής της. Είναι ο ίδιος της ο μύθος. Και ακόμη κι αν δεν την ξέρατε, είναι σίγουρο πως θα ακούσετε και θα δείτε να την αφηγείται κάθε σημαντική ή ασήμαντη λεπτομέρεια σε κάθε σημαντικό ή ασήμαντο πλάνο της.

Η ιστορία της παραγωγής της ταινίας είναι δανεισμένη από το άρθρο «An incredible assortment of freaks»: The making of Dennis Hopper’s The Last Movie του Μάικλ Μπόνερ από το περιοδικό Uncut (Μάιος 2014)