Αισίως στα 84 και με μια εξαιρετικά άνιση, όσο και μεγαλειώδη, καριέρα πέντε δεκαετιών που χάρισε στο σινεμά μερικές από τις πιο εμβληματικές εικόνες του, αλλά και ουκ ολίγες αποτυχίες (ή έστω ήσσονος σημασίας δημιουργίες), ο Ρίντλεϊ Σκοτ θα μπορούσε να έχει εδώ και χρόνια αποσυρθεί από την ενεργό δράση με την ανεξίτηλη σφραγίδα ενός από τους «μεγάλους» του σινεμά. Ενός σκηνοθέτη που τόλμησε όσο λίγοι να συνδυάσει το αμιγώς εμπορικό σινεμά με μια πιο καλλιτεχνική προσέγγιση. Ενός auteur των blockbusters.
Η «Τελευταία Μονομαχία», η όγδοη (!) μεγάλου μήκους ταινία του Σκοτ την τελευταία δεκαετία (αν συνυπολογίσουμε και το λίαν συντόμως επερχόμενο «House of Gucci»), πιστοποιεί όχι μόνο μια αξιοθαύμαστη (για οποιαδήποτε ηλικία) δημιουργικότητα, αλλά και αυτή την προσπάθεια του Σκοτ να εμφυσήσει σε ένα κλασικό και πατροπαράδοτο genre, εκείνο της ιπποτικής περιπέτειας, κάτι περισσότερο από μια στείρα παράθεση macho ανδραγαθημάτων. Να του δώσει μια πιο σύγχρονη κι επίκαιρη οπτική γωνία, σε έναν δημιουργικό διάλογο με ένα από τα πιο φλέγοντα ζητήματα της εποχής μας, εκείνο του #metoo. Μπορεί μια ιστορία που διαδραματίζεται επτά αιώνες πιο πριν να μιλήσει για το σήμερα; Στα έμπειρα χέρια του παλαίμαχου σκηνοθέτη, η απάντηση είναι πως ναι. Με όποια σκαμπανεβάσματα ένα τέτοιο χρονικό άλμα μπορεί να επιφέρει.
Βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα, ήτοι την τελευταία μονομαχία που αποφασίστηκε ποτέ από τη Βουλή του Παρισιού ως μέσο δικαστικής επίλυσης διαφοράς δύο ευγενών το 1386, η ταινία αφηγείται σε τρία κεφάλαια τα γεγονότα που οδήγησαν σ’ αυτή, με έναν Ρασομον-ικό τρόπο, αφιερώνοντας δηλαδή το κάθε κεφάλαιο σε ένα από τα τρία κεντρικά πρόσωπα του δράματος, για να καταδείξει όχι μόνο τον εντελώς υποκειμενικό τρόπο με τον οποία ερμηνεύονται κάθε φορά τα συμβάντα, αλλά κυρίως το πώς η ιστορική «αλήθεια», αυτό που μένει και αντηχεί στους αιώνες μέχρι τις μέρες μας, είναι τελικά το αποτέλεσμα των κυρίαρχων κι εξουσιαστικών πατριαρχικών δομών.
Σε μια εποχή που η λέξη βιασμός δεν υπήρχε στο λεξιλόγιο, κοινωνικό και πολιτικό, ούτε καν ως ιδέα, αλλά η σεξουαλική κακοποίηση των γυναικών θεωρούταν περιουσιακή προσβολή στο πρόσωπο του συζύγου, η κορύφωση της κόντρας των Ζαν ντε Καρούζ και Ζακ Λε Γκρι, δύο ιπποτών που από πρώην συμπολεμιστές και φίλοι κατέληξαν εχθροί, με την καταγγελία για βιασμό της γυναίκας του πρώτου από τον δεύτερο, ήταν για την εποχή κάτι πολύ περισσότερο (και ταυτόχρονα πολύ λιγότερο) από μια προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας του θύματος.
Ήταν, με έναν εντελώς παράλογο για την εποχή μας τρόπο, μια διαμάχη για την αποκατάσταση της τιμής των δύο αντρών, που θα λυνόταν μόνο με τη μονομαχία μεταξύ τους. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά αν τελικά έχανε ο καταγγέλλων σύζυγος, θα αποδεικνυόταν το ψέμα και η γυναίκα θα καιγόταν στην πυρά.
Άλλες εποχές, άλλα (βάρβαρα) ήθη και έθιμα, θα σκεφτεί ο σημερινός θεατής με μια ανάμεικτη δόση ιστορικού ενδιαφέροντος και αποτροπιασμού, που προκαλεί και εξιτάρει τις σύγχρονες ευαισθησίες. Κι όμως, το σεναριογραφικό τρίο των Μπεν Άφλεκ, Ματ Ντέιμον και Νικόλ Χολοφσένερ (οι δύο πρώτοι στην πρώτη τους συνεργασία από την εποχή του «Ξεχωριστού Γουίλ Χάντινγκ» που άλλαξε τις ζωές και των δύο), το οποίο κλήθηκε να δώσει ξεχωριστή φωνή και οπτική γωνία σε κάθε ένα από τρία σκέλη αυτού του ανορθόδοξου τριγώνου, προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει τα τεκταινόμενα, δίνοντας, επτά αιώνες μετά, ισότιμη φωνή σε όλους και κυρίως σε εκείνη που τη στερήθηκε τότε.
Το αποτέλεσμα είναι ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον μείγμα ιστορικού έπους οπερατικών διαστάσεων, που υποστηρίζεται άψογα από τη γνωστή και αναμενόμενη τελειομανία του Σκοτ σε κάθε επίπεδο παραγωγής, με έναν μοντέρνο meta σχολιασμό για την αποδόμηση του επίσημου ιστορικού αφηγήματος, που αναδεικνύεται με ήπιο τρόπο και χωρίς κορώνες εντυπωσιασμού μέσα από τις αλλαγές στην πλανοθεσία και τις διακριτικές, αλλά και διακριτές αποχρώσεις στις ερμηνείες του ομολογουμένως αξιοζήλευτου καστ σε κάθε ένα από τα τρία κεφάλαια.
Ο Ματ Ντέιμον, ιδανική επιλογή για τον ρόλο του Καρούζ, ξεκινά στο δικό του κεφάλαιο ως ενσάρκωση του ιπποτικού ιδεώδους για να καταλήξει ένας άβουλος περίγελως που παλεύει μέχρι την τελευταία ρανίδα του αίματος του για κάτι τόσο (τελικά) αδειανό όσο η αποκατάσταση της τιμής του από ένα σύστημα που τον έχει παραγκωνίσει. Ο Άνταμ Ντράιβερ, με το μοναδικό ταλέντο να φαντάζει αρχικά παράταιρος σε κάθε κόντρα ρόλο και να κατακτά στο τέλος την ουσία κάθε χαρακτήρα που υποδύεται, γίνεται άνετα ο «κακός» που υπερασπίζεται τη δική του αλήθεια με όλα τα λάθος επιχειρήματα. Η θριαμβεύτρια της ταινίας, ωστόσο, είναι η Τζόντι Κόμερ, η οποία ασφυκτιά στα δύο πρώτα κεφάλαια, μέχρι να μπορέσει να πει τη δική της εκδοχή, αυτή με την οποία τάσσεται ο θεατής ακόμα και διαισθητικά.
Κι αν αυτή ξεκάθαρη ηθική και πολιτική στάση της ταινίας, απόλυτα συνεπής στο πνεύμα της δικής μας εποχής, υπονομεύει και στερεί από την ταινία μια πιο γοητευτική αμφισημία που η τριμερής αφήγηση αρχικά υποσχόταν (στα πρότυπα του Ρασομόν που πάντα θα είναι το μέτρο σύγκρισης για ανάλογα εγχειρήματα), κι αν ο βγαλμένος από άλλη ταινία και στα όρια του camp Μπεν Άφλεκ, με ξανθό μαλλί και τη διάθεση ξαναμμένου εφήβου στο ρόλο του δολοπλόκου Κόμη ντ’ Αλενσόν, αποτελεί ένα αχρείαστο και άκαιρο (και αυτομάτως cult) comic relief, είναι η «Τελική Μονομαχία» του τίτλου εκείνη που δίνει στην ταινία την αξία της.
Σε μια έξοχα χορογραφημένη σεκάνς, φτιαγμένη από μέταλλο και ανδρεία, δύναμη και αίμα, η κάμερα του Σκοτ καταγράφει τα δύο σώματα των ιπποτών να παλεύουν μέχρι τελικής πτώσης, κορυφώνοντας την αγωνία για την έκβαση της μονομαχίας και αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά την δεινότητα του σκηνοθέτη στο χτίσιμο της έντασης. Η αδυναμία της συζύγου Μαργκερίτ να παρέμβει και ο περιορισμός της στην παθητική θέαση πάνω σε ένα ξύλινο βάθρο που είναι έτοιμο να αναφλεγεί ανά πάσα στιγμή, όσο η μοίρα της καθορίζεται για μια ακόμη φορά από άντρες, είναι ακόμα μία από τις πολλές ειρωνείες που διατρέχουν αυτή τη γνήσια απολαυστική ταινία.