Η Κλάρα, νεαρή μητέρα δύο αγοριών, δραπετεύει μέσα στη νύχτα από το επαρχιακό της σπίτι κι από το βίαιο αστυνομικό άντρα της και καταφεύγει στους δρόμους της Νέας Υόρκης. Δεν υπάρχει σχέδιο, δεν υπάρχουν χρήματα. Μόνο η πεποίθηση ότι τα αγόρια της αξίζουν το καλύτερο, μακριά από έναν τέτοιο πατέρα. Η Αλις είναι νυχτερινή νοσοκόμα στην Εντατική Μονάδα νοσοκομείου του Μανχάταν, τα πρωινά οργανώνει μία ομάδα υποστήριξης στην τοπική εκκλησία και στον ελεύθερο χρόνο της δουλεύει εθελοντικά στα συσσίτια αστέγων. Ο Τζεφ είναι ένας από αυτούς - αλαφροΐσκιωτος και χωρίς ικανότητες, δεν μπορεί να παραμείνει σε καμία δουλειά και καταφεύγει στους δρόμους Ο Τίμοφεϊ (στην πραγματικότητα σκέτο «Τιμ») έχει κληρονομήσει ένα underground, πάλαι ποτέ αριστοκρατικό ρωσικό εστιατόριο από τον παππού και τον πατέρα του, όπου βρίσκουν το κρυφό στέκι τους μοναχικοί άνθρωποι, που αναζητούν κάτι εξωτικά διαφορετικό, μακριά από τη βοή και την πίεση της μητρόπολης. Ενας από αυτούς κι ο Μαρκ, ο οποίος όταν αποφυλακίζεται για ένα έγκλημα που δεν διέπραξε, κερνάει εκεί τον ντροπαλό κι ακοινώνητο δικηγόρο του, Τζον Πίτερ.

Ολες οι ιστορίες θα συνδεθούν μεταξύ τους σ' ένα συμβολικό κινηματογραφικό παραμύθι, το οποίο θα μπορούσε να λειτουργήσει καλά, αν η Λόνε Σέρφινγκ το έγραφε καλύτερα. Αντιθέτως, η Δανή σκηνοθέτης μοιάζει να σκέφτηκε την μεγάλη ιδέα (της εναλλακτικής οικογένειας που προτάσσει καλοσύνη σ' έναν αφιλόξενο κόσμο) 3-4 τρυφερές σκηνές όπως ξέρει πολύ καλά να τις συλλαμβάνει η κάμερά της (από το «Ιταλικά για Αρχάριους», μέχρι το «Wilbur Wants to Kill Himself» και το «Μια Κάποια Εκπαίδευση» έχει αποτυπώσει την ανθρώπινη αδυναμία σε υπέροχες μικροστιγμές) κι άφησε όλα τα υπόλοιπα στην τύχη τους.

Γιατί ακόμα κι αν δεχτούμε ότι στα παραμύθια δεν υπάρχει ρεαλισμός, ούτε λογική, στα κινηματογραφικά παραμύθια (για να δεθείς με τους ήρωες και να τους ακολουθήσεις όπου θέλουν εκείνοι να σε παρασύρουν) πρέπει να υπάρχει, τουλάχιστον, συναισθηματική λογική. Να τους νιώσεις, να τους καταλάβεις, να σε συγκινήσουν, να τους πιστέψεις.

Αντιθέτως, με ένα κακογραμμένο σενάριο που αλαζονικά θεωρεί ότι η καλή καρδιά είναι αυτομάτως συνώνυμη της καλής ταινίας, η Σέρφινγκ βάζει τους ήρωές της σε απίστευτες καταστάσεις, με ανεκδιήγητους διαλόγους και off beat χιούμορ που δεν λειτουργεί ποτέ. Και καταλήγει περισσότερο να προσβάλει τις ευπαθείς ομάδες τις οποίες επισκέπτεται, παρά να φωτίσει τις ιστορίες τους. Καμία συναισθηματική συνοχή στην εξέλιξη των χαρακτήρων, καμία επαφή με την πραγματικότητα, ασύνδετες σκηνές, ανούσιες σκηνές, μελοδραματικοί παραλογισμοί, εξωφρενική αφέλεια.

Κάπως έτσι, το καστ της αδικείται. Η Ζόι Καζάν κυκλοφορεί με παρατεταμένη την αγωνία της κακοποιημένης γυναίκας, πιστεύοντας ότι παίζει σε άλλη, καλύτερη ταινία. Ο Ταχάρ Ραχίμ και η Αντρέα Ράισμπορο προσπαθούν να στηρίξουν τους αστήριχτους ήρωές τους με το προσωπικό τους υποκριτικό βάρος, αλλά ποτέ δεν καταλαβαίνεις ποιοι πραγματικά είναι. Ο Κάλεμπ Λάντρι Τζόουνς είναι οριακά σχηματικός κι ο (πάντα γλυκός και κλασάτος) Μπιλ Νάι μοιάζει, κυριολεκτικά, να είδε φως και να μπήκε στις σκηνές του, χωρίς να ξέρει τι έχει προηγηθεί ή τι έπεται.

Πιστεύουμε ότι το καλό σινεμά δε χρειάζεται μετάφραση - επικοινωνεί την αλήθεια του πάνω από κουλτούρες και σύνορα- διαφορετικά θα αναρωτιόμασταν αν αυτό το σενάριο γραμμένο στην μητρική γλώσσα της Σέρφινγκ έβγαζε κάποιο νόημα, το οποίο χάθηκε στα αγγλικά.