Η Μάγκι (Ντακότα Τζόνσον) είναι μια νεαρή κοπέλα, φιλόδοξη και επαγγελματίας. Είναι ταλαντούχα μουσικός παραγωγός, αλλά πρέπει να της δοθεί η ευκαιρία για να το αποδείξει. Μέχρι τότε… εργάζεται ως προσωπική βοηθός της σούπερ σταρ Γκρέις Ντέιβις (η Τρέισι Ελις Ρος, κόρη της Νταϊάνα Ρος) που της κάνει τη ζωή δύσκολη με τις υψηλές απαιτήσεις και τον υπέρμετρο εγωισμό της να έχουν φτάσει στα ύψη.

Με δυο γυναίκες στο κέντρο της ιστορίας του, το φιλμ της Νίσα Γκανάτρα (του επίσης γυναικοκεντρικού και χαριτωμένου «Late Night»), είναι αναμφίβολα, από αρκετές απόψεις, ένα φιλμ για μια νέα εποχή. Μια εποχή όπου οι γυναικείοι χαρακτήρες μπορεί να είναι πρωταγωνιστικοί και σύνθετοι και να έχουν διαλόγους αποκλειστικά δικούς τους, για κάτι περισσότερο από τα ερωτικά τους προβλήματα με έναν άντρα. Το «σύνθετοι» είναι εντούτοις το κομμάτι στο οποίο το «Ονειρα στην Καλιφόρνια» χωλαίνει κάπως, αφού μπορεί η ντίβα που υποδύεται η Τρέισι Ελις Ρος να δείχνει πιο δύσκολη να την περιγράψεις με δυο γραμμές, όμως η Μάγκι της Ντακότα Τζόνσον είναι απλώς γλυκιά και χαριτωμένη, αποφασισμένη αλλά άχρωμη, ένας χαρακτήρας που θα ήθελε μια διαφορετική προσέγγιση, ή μια διαφορετική ηθοποιό για να αναδείξει τις διαφορετικές πτυχές της.

Τοποθετημένο στην καρδιά της μουσικής βιομηχανίας με τις ηρωίδες του να έχουν να αντιμετωπίσουν η κάθε μια τις δικές της κρίσιμες αποφάσεις και να διαλέξουν το δρόμο για την επόμενη φάση της ζωής και της καριέρας τους, το φιλμ κατορθώνει να δείχνει ελκυστικό και χαριτωμένο ακόμη κι όταν τα «κουπλέ» και τα «ρεφρέν» του δεν είναι τίποτα λιγότερο από γνώριμα. Κι ακόμη κι αν η κορύφωση της ιστορίας του είναι βεβιασμένη κι ακόμη χειρότερα αγγίζει την περιοχή απιθανότητας μιας τηλεοπτικής σαπουνόπερας.

Με κάποιο τρόπο οι καλές προθέσεις, η χαριτωμένη ενέργειά του και η αίσθηση ότι η καρδιά του βρίσκεται στη σωστή θέση σε κάνουν να παραβλέπεις τις αδυναμίες του, τις ευκολίες του σεναρίου και την αναποφασιστικότητά του να επιλέξει αν θέλει να είναι ένα «Ο Διάβολος Φορούσε Πράντα» τοποθετημένο στον κόσμο της μουσικής, ένα φεμινιστικό μανιφέστο για τη θέση της γυναίκας στη βιομηχανία του θεάματος, ή μια γλυκερή ρομαντική κομεντί.

Ο δείκτης, λίγο απογοητευτικά, κλίνει τελικά μάλλον προς το τελευταίο, περνώντας στην πορεια από την περιοχή μιας σειράς γνώριμων κλισέ, αλλά μην κατορθώνοντας να σβήσει την υποψία από ένα χαμόγελο που αφήνει το φιλμ και την ανάμνηση μερικών θαυμάσιων μουσικών επιλογών που το ντύνουν με τον πιο σωστό τρόπο.