Ο Νίκολας Πες έκανε κοινό και κριτικούς να μιλάνε για αυτόν, όταν με το σκηνοθετικό του - ανέκδοτο στην Ελλάδα - ντεμπούτο «The Eyes of My Mother», πίσω στο 2016, μια υπέροχη arthouse ταινία τρόμου ποτισμένη σε μια μακάβρια - ασπρόμαυρη - ατμόσφαιρα American Gothic αισθητικής. Οπότε μοιάζει αρκετά λυπηρό όταν βλέπεις ανερχόμενους σκηνοθέτες σαν τον Πες, ο οποίος είχε χαρακτηριστεί ως μια από τις φρέσκιες νέες φωνές στο είδος του τρόμου, να ξεπέφτει στα κλισέ και στα αδιάφορα τρομαχτικά τεχνάσματα με το sequel/reboot της «Κατάρας» του 2004.

Βασισμένη σε μια από τις πιο καλτ ταινίες του είδους του J-horror, το «Ju-On» του Τακάσι Σιμίζου, η «Κατάρα» είναι άλλη μια από εκείνες τις ταινίες οι οποίες προσπάθησαν στις αρχές των 2000s να κάνουν την κινηματογραφική τους μετάβαση στη Δύση, μετά και την τεράστια επιτυχία του «Σήματος Κινδύνου» του Γκορ Βερμπίνσκι (βασισμένο στο «Ringu» του Χιντέο Νακάτα), ενός πραγματικά υπέροχου ριμέικ. Αν και ο Σιμίζου απέτυχε να κάνει αυτή την μετάβαση, με το αστεία αδιάφορό του ριμέικ το 2004, ο Πες προσπαθεί τουλάχιστον να χτίσει μια πιστευτά ανατριχιαστική ατμόσφαιρα η οποία σε στιγμές καταφέρνει να τρυπώσει μέσα σου και να σε κάνει να νιώσεις άβολα.

Αλλά αυτό το franchise φαίνεται πως μαστίζεται από την δική του κατάρα την οποία, όπως και το σπίτι της ταινίας, μεταδίδει σαν ιό σε όσους μπαίνουν μέσα του. Ετσι και ο Πες πέφτει θύμα της, αποτυγχάνοντας να κρατήσει σε ένα επίπεδο την ατμόσφαιρα, γεμίζοντας την ταινία με αρκετό gore, πολύ περισσότερο από ότι μας είχαν συνηθίσει οι προηγούμενες ταινίες της σειράς, και απανωτά, αν και επιπόλαια, πετάγματα πιστεύοντας πως έτσι θα καταφέρει να ισοσταθμίσει κάπως τις ανατριχίλες. Μόνο που όταν oi (εμβληματικές πλέον) γυναίκες με τα μαλλιά να κρύβουν το πρόσωπό τους κάνουν την εμφάνισή τους πίσω από τους ήρωες ή μέσα από μπανιέρες γεμάτες βρόμικο νερό σε επίπεδα camp (ακόμα δεν μπορούμε να ξεχάσουμε την σκήνη όπου ένας χαρακτήρας πέφτει στο κενό, ενώ στο ακριβώς επόμενο πλάνο βλέπουμε μια κούκλα να πέφτει και να σκάει στο πάτωμα γεμάτη αίμα και σωθικά – ναι είναι τόσο γελοίο όσο ακούγεται) και τα αφόρητα κλίσε του είδους πνίγουν κάθε ατμόσφαιρα, τότε καταλαβαίνεις πως ο τρόμος έχει πάει απλά περίπατο.

Και όλα αυτά, ίσως, να μπορούσαν να «σταθούν» αν μαζί με τον τρόμο δεν είχε εξαφανιστεί και το σενάριο. Γραμμένο από τον ίδιο τον Πες, το σενάριο ακολουθεί μια μη γραμμική πορεία καθώς επικεντρώνεται σε τρεις ιστορίες που εξελίσσονται σε διαφορετικό χρόνο γύρω από ένα καταραμένο σπίτι - ένα ζευγάρι που λαμβάνει ένα αρκετά δυσάρεστο νέο για το αγέννητο παιδί τους, ένα ζευγάρι ηλικιωμένων που ζητά από μια λειτουργό να τους βοηθήσει για να αυτοκτονήσει η γυναίκα που πάσχει από ανία, και μια αστυνομικός που έχασε τον άντρα της από καρκίνο και προσπαθεί να ζήσει με το παιδί της. Το τόσο συχνό χρονικό πέρα-δώθε όχι μόνο μπερδεύει αλλά δεν βοηθάει και την ιστορία να επικεντρωθεί σε κάτι, παραμερίζοντας τη σοβαρότητα των θεμάτων του προκειμένου να κάνει χώρο για το gore και τα πετάγματα.

Το λυπηρό σε όλη αυτή την υπόθεση είναι ότι η ταινία έχει ένα εξαιρετικό καστ. Ονόματα όπως η Αντρεα Ράιζμποροου, ο Τζον Τσο, ο Ντέμιαν Μπισίρ, η Μπέτι Γκίλπιν, η Λιν Σάι και η Τζάκι Γουίβερ όλοι τους μπαίνουν σε ένα αυτόματο πιλότο ερμηνείας και προσπαθούν να κάνουν το καλύτερο που μπορούν, τρομάζοντας μπροστά στην μετριότητα. Ας ελπίσουμε μόνο πως αυτή η «Κατάρα» είναι απλά ένα μικρό παραπάτημα του κατά τα αλλά αρκετά υποσχόμενου Πες, που ίσως με αυτή την ταινία να αποδεικνύει πως το είδος του J-horror να μην είναι το φόρτε του.