Ο Ζανγκ Γιμού αγαπά τα έπη - και μπορεί να τα κάνει. Αυτό έχει αποδείξει με την ως τώρα καριέρα του, είτε πρόκειται για ρομαντικά μελοδράματα είτε για κινηματογραφικά μνημεία πολεμικών τεχνών, από το «Σήκωσε τα Κόκκινα Φανάρια» ως τα «Ιπτάμενα Στιλέτα» - ακόμα και στις όχι πετυχημένες ταινίες του, όπως το πρόσφατο «Η Μεγάλη Επιστροφή». Αυτό επιδιώκει και στο νέο μεγαλεπήβολο σχέδιό του, το «The Great Wall», έστω κι αν χτίζοντας ένα πανέμορφο και θεαματικό παραμύθι, αφήνει στην άκρη το σενάριό του.

Η ιστορία συναντά δυο μισθοφόρους, τον Γουίλιαμ του Ματ Ντέιμον και τον Τοβάρ του Πέντρο Πασκάλ, καθώς, γύρω στο 1.000 μ.Χ., φτάνουν άθελά τους στο Σινικό Τείχος και συλλαμβάνονται από το Ανώνυμο Τάγμα που φυλά την πύλη του. Οι δυο άντρες αναζητούν πολύτιμο μπαρούτι, αλλά το Τάγμα έχει δυσκολότερο εχθρό ν' αντιμετωπίσει: κάθε εξήντα χρόνια - και τώρα είναι η στιγμή - το Τείχος δέχεται επίθεση από μιλιούνια παντοδύναμα πράσινα δρακάκια, με μια όμορφα διακοσμημένη βασίλισσα. Η νεαρή στρατηγός Λιν Μέι θ' αξιοποιήσει τη δεινότητά και το θάρρος στη μάχη του Τοβάρ και του Γουίλιαμ και κάπου εκεί θα προκύψει κι ένας παραμυθένιος έρωτας.

Η επιθυμία του Γιμού είναι να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη (μόνο τέτοια αξίζει στην ταινία του), την κινεζική παράδοση του μύθου και για να το πραγματοποιήσει επιστρατεύει εκατοντάδες κομπάρσους, υπέροχους χρωματικούς συνδυασμούς, μαγευτικές χορογραφίες στη μάχη, εντυπωσιακά ειδικά εφέ (κυρίως στην πλευρά των Κινέζων στρατιωτών, γιατί τα δρακάκια δε συναγωνίζονται ούτε το «Game of Thrones») κι ένα budget των 150 εκ. δολαρίων. Διατηρώντας πάντα καλή σχέση με την κινεζική κυβέρνηση και τις αδιανόητες απαγορεύσεις της, ο Γιμού επιπλέον βάζει σε πράξη την περιβόητη αμερικανο-κινεζική συνεργασία στις κινηματογραφικές παραγωγές, κάνοντας μια ταινία αγγλόφωνη, με δυο Δυτικούς πρωταγωνιστές.

Η ύπαρξη του Πασκάλ και, κυρίως, του Ματ Ντέιμον δικαιολογούνται χαριτωμένα στην ταινία: κι οι δυο υποδαυλίζονται από την πολεμική μαεστρία και τις ηθικές αρχές του κινεζικού στρατοπέδου, ισοπεδώνοντας όποια συζήτηση για «λευκή υπεροχή» έγινε ήδη για την ταινία. Ωστόσο η ταινία του Γιμού μοιάζει να χάνει τον προσανατολισμό της ως προς τους θεατές. Το αληθινό εικαστικό μεγαλείο της θα εντυπωσιάσει το ενήλικο κοινό, το οποίο όμως δεν θα καλυφθεί από το υποτυπώδες, σχηματικό σενάριο. Οι μικρότερης ηλικίας θεατές, από την άλλη, έχουν συνηθίσει σε πολεμικές ταινίες φαντασίας πολύ πιο σύνθετων, εντυπωσιακών κι εξεζητημένων εικόνων, πλασμάτων, ικανοτήτων.

Το «The Great Wall» δε φτάνει στα ύψη του Σινικού Τείχους, με την ιστορία του οποίου καταπιάνεται, δεν αποτελεί κινηματογραφικό θαύμα, παρότι τεχνικά θα μπορούσε, δε χτίζει ένα κλασικό ρομάντζο, ούτε παραπέμπει στην κινεζική μυθολογία, τη γεμάτη παραβολές και φιλοσοφικούς προβληματισμούς. Διατηρεί, όμως, μια αίσθηση μεγαλείου, αρχηγικής σκηνοθεσίας και ξεχωριστής ομορφιάς, ένα χάρμα οφθαλμών που αναζητά περιεχόμενο.