Το γεμάτο μυστικιστικές αναφορές δάσος Αοκιγκαχάρα, στους πρόποδες του όρους Φούτζι στην Ιαπωνία, εκεί όπου άνθρωποι βυθίζονται για να αναλογιστούν την αξία της ζωής τους ή, συχνότερα, για να πεθάνουν, μάλλον θα πρέπει να μην ξαναχρησιμοποιηθεί ως αφορμή για ταινία, κρίνοντας από το «Sea of Trees» του Γκας Βαν Σαντ και, τώρα, το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Τζέισον Ζάντα.

Εκεί κατευθύνεται η νεαρή Αμερικανίδα Σάρα (η Νάταλι Ντόρμερ με ύφος σταθερά απορημένο και ενίοτε ανήσυχο, ακόμα κι όταν έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με τον άλλο κόσμο), σε αναζήτηση της δίδυμης αδελφής της, Τζες. Τα δυο κορίτσια συνδέονται με την παράξενη αυτή επικοινωνία που διακρίνει τα δίδυμα, παρότι η Σάρα είναι καλή και μετρημένη, γι' αυτό και καστανόξανθη κι η Τζες αυτοκαταστροφική, γι' αυτό και ξεχτένιστη μελαχρινή, παρότι και τις δυο ενσαρκώνει η Ντόρμερ. Οταν, λοιπόν, φήμες θέλουν την Τζες να έχει μπει στο Αοκιγκαχάρα για να τερματίσει τη ζωή της, η Σάρα, πεπεισμένη ότι η αδελφή της δεν έχει πεθάνει, αποφασίζει κι εκείνη να εξερευνήσει τον αποτρεπτικό χώρο (πυκνό, σκοτεινό δάσος γυρισμένο στη Σερβία αντί του Φούτζι), με αμφιβόλων προθέσεων συντροφιά έναν δημοσιογράφο και μ' έναν Ιάπωνα οδηγό που γρήγορα εγκαταλείπει τον περίπατο. Εννοείται πως η Σάρα θα χρειαστεί και να διανυκτερεύσει, χαμένη στο δάσος, απειλούμενη από τα «θυμωμένα φαντάσματα» που θέλουν να την αποβάλλουν ως εισβολέα.

Θα ήταν ωραίο ο Ζάντα, φτιάχνοντας ένα μάλλον b-movie τρόμου (τα ειδικά εφέ είναι λίγα και απλοϊκά, ωστόσο τρομακτικά), να αξιοποιήσει τη μεγάλη παράδοση του ιαπωνικού τρόμου, μια και τοποθετεί που τοποθετεί την ιστορία του στην ποτισμένη με μυστήριο χώρα. Ωστόσο τα πάντα στο σενάριό του είναι μονοδιάστατα και κυριολεκτικά. Οι ατάκες είναι σαν υποτυπωδώς γραμμένες σε χαρτοπετσέτα, η έκβαση της πλοκής δεν έχει ανατροπές κι όσες συγκρούσεις προκύπτουν στην πορεία, λύνονται γρήγορα κι εύκολα. Παρόλ' αυτά, εν μέρει χάρη στο σκοτεινό κι ατμοσφαιρικό περιβάλλον που βρίθει εχθρικών ψυχών και κορμιών σε σήψη κι εν μέρει χάρη στην υπάρχουσα μυθολογία που συμπληρώνει από μόνος του ο θεατής, η ταινία προσφέρει τρομάρες και ξαφνιάσματα, ανεβάζοντας την αδρεναλίνη στα νούμερα που χρειάζονται για να σφίγγεις, κάθε τόσο, τα χέρια της καρέκλας σου.