Η καρδιά του «Απώτατου Σημείου της Ανθρωπότητας» δε βρίσκεται στην έτσι κι αλλιώς μεγαλειώδη ιστορία των δύο Voyager, τα οποία από το 1977 (όταν και εκτοξεύτηκαν) παρείχαν ουσιαστικά την πιο λεπτομερή εικόνα που έχει σχηματίσει η ανθρωπότητα για τους πλανήτες που αποτελούν το ηλιακό μας σύστημα (τον Δία, τον Ποσειδώνα, τον Ουρανό και τον Πλούτωνα, σύμφωνα με τη σειρά «επίσκεψης» των Voyager), αποτελώντας ταυτόχρονα και ένα είδος κιβωτού του ανθρώπινου πολιτισμού, λόγω του πασίγνωστου Χρυσού Δίσκου που συμπεριλήφθηκε στις αποσκευές τους.
Αντιθέτως, η πραγματική του δύναμη βρίσκεται στα μάτια όλων αυτών των ανθρώπων που περνούν από τον φακό της Εμερ Ρέινολντς για να μοιραστούν τις μνήμες, την συγκίνηση, τον γνήσιο ενθουσιασμό και την ίδια τους την ψυχή, όπως την όρισε η πορεία αυτών των διαστημικών σκαφών και τη διαμόρφωσε η καθημερινή τους ενασχόληση με μία από τις σημαντικότερες επιστημονικές επιτυχίας της σύγχρονης ιστορίας, άλλοτε με χαμόγελο και άλλοτε με σπασμένη από τη συγκίνηση φωνή, πάντα όμως με αναλλοίωτη από τον χρόνο ζωντάνια και περιγραφική γλαφυρότητα.
Κι αν η μέθοδος της κινηματογράφησης δεν ξεπερνά ποτέ την παγίδα των ομιλούντων κεφαλών, χωρίς να έχει να προσφέρει κάτι καινούριο αφηγηματικά ή δομικά καινοτόμο, η Ρέινολντς φροντίζει να κοιτάξει πίσω από την ιστορία και τα γεγονότα για να αποκαλύψει ουσιαστικά τα συναισθήματα πίσω από τις επίσημες καταγραφές και τους βιωματικούς σπινθήρες όλων των εμπλεκόμενων (από εκείνους που συμμετείχαν στην εκτόξευση της αρχής μέχρι εκείνους που μέχρι σήμερα ανατρέχουν με καθημερινή αγωνία στην λήψη των νέων σημάτων και στοιχείων) με αμεσότητα, ενσυναίσθηση και αναμφισβήτητη στοργή, γεγονός που επιτρέπει στην ταινία της να μεταδώσει γνήσια τον ενθουσιασμό και την ευφορία στον θεατή.
Ταυτόχρονα, η επιλογή της Ρέινολντς να διανθίσει με μικρές χιουμοριστικές λεπτομέρειες την αφήγηση, όπως η σύγκριση του λογισμικού των Voyager με αυτό ενός ηλεκτρονικού κλειδιού αυτοκινήτων ή η χρήση οικιακού αλουμινόχαρτου για ανθεκτικότητα απέναντι στην ραδιενέργεια, προσφέρει στο «Απώτατο Σημείο της Ανθρωπότητας» μια καλοδεχούμενη αίσθηση της σύγκρισης μεγέθους ανάμεσα στον περίγυρο του ανθρώπου και τον ίδιο τον γαλαξία και, ακόμα περισσότερο, της τυχαιότητας του σύμπαντος που οδήγησε ουσιαστικά την επιτυχία της αποστολής. Τα μικρά γεγονότα που συμπληρώνουν τελικά τον μύθο του Voyager χτίζουν σταδιακά έναν κόσμο που επιβεβαιώνει μεν τους νόμους του σύμπαντος (ή την έλλειψή τους) αλλά και παγιώνει επί της ουσίας την θέση του ανθρώπου μέσα σε αυτό.
Αρκετοί μάλιστα από τους ανθρώπους που ανοίγονται στην κάμερα της Ρέινολντς αναφέρουν και τις δικές τους ενστάσεις για μερικές από τις παραμέτρους του project (για παράδειγμα όσον αφορά τις επιλογές των στοιχείων που συμπεριλήφθηκαν στους Χρυσούς Δίσκους), όσο ταυτόχρονα παραμένουν γοητευμένοι από το εύρος της αποστολής, χωρίς να αποφεύγουν τις μεγαλοστομίες περί επιβίωσης του ανθρώπινου πολιτισμού μέσω του Voyager ακόμα και μετά το τέλος της Γης.
Ομως αυτό είναι τελικά το «Απώτατο Σημείο της Ανθρωπότητας», μία καταγραφή των μικρών ιστοριών πίσω από τη μεγάλη ιστορία και ένας συναισθηματικός Άτλας εκείνων των αναμνήσεων που όρισαν τις ζωές πολλών ανθρώπων και κατ’ επέκταση ολόκληρης της ανθρωπότητας. Οσο εντυπωσιακό κι αν παραμένει το γεγονός ότι το πρώτο Voyager έχει πλέον εξέλθει από τα όρια του γαλαξία μας, πηγαίνοντας την ύπαρξη του ανθρώπου όλο και μακριά μέρα με τη μέρα, αυτός ο συναισθηματικός πυρήνας είναι που υπογραμμίζει την πραγματική αξία της αποστολής.