Πολλά είναι εκείνα τα οποία έχουν και μπορούν να συνεχίσουν να γράφονται για τον θρυλικό «Εξορκιστή» του Γουίλιαμ Φρίντκιν.
Σίγουρα ανάμεσά τους αξίζει να αναφέρεται κάθε φορά πως είναι μια από τις καλύτερες και τρομαχτικότερες ταινίες τρόμου όλων των εποχών και η πρώτη του είδους η οποία κατάφερε να είναι υποψήφια για το Οσκαρ Καλύτερης Ταινίας αλλά και σημείο αναφοράς για τις υπόλοιπες που ακολούθησαν μέσα στα υπόλοιπα χρόνια, εξυψώνοντας και επηρεάζοντας το είδος με διάφορους και εμβληματικούς τρόπους, που είναι δύσκολο πλέον να την ξανά δει κάποιος χωρίς να σκεφτεί το βάρος που κουβαλάει η φήμη της
Αυτή τη φήμη προσπαθεί να αναβιώσει ο Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν, όπως έκανε και με τη νέα τριλογία του «Halloween» που ολοκλήρωσε πρόσφατα, την οποία είχαν αμαυρώσει διάφορα αποτυχημένα και ανάξια σίκουελ και πρίκουελ. Ομως για μια ταινία που η πίστη, η απώλεια της και η ανάκτησή της, βρίσκονται στο επίκεντρό της, η ταινία του Γκριν «Εξορκιστής: Πιστός» φαίνεται πως – ειρωνεία; - έχει χάσει την δική της από τα πρώτα κιόλας λεπτά και δεν την βρίσκει ποτέ ξανά.
Μετά τον τραγικό θάνατο της εγκύου συζύγου του στον φονικό σεισμό στην Αϊτή πριν από 12 χρόνια, ο Βίκτορ Φίλντινγκ έχει μεγαλώσει μόνος του την κόρη τους, Αντζελα. Αλλά όταν η Αντζελα και η φίλη της, Κάθριν, εξαφανίζονται στο δάσος και επιστρέφουν τρεις μέρες αργότερα χωρίς καμία ανάμνηση του τι συνέβη, ξεκινάει μία σειρά από αλυσιδωτά γεγονότα που θα αναγκάσουν τον Βίκτορ να αντιμετωπίσει το απόλυτο κακό και, μέσα στην απόγνωση και τον τρόμο του, να αναζητήσει το μοναδικό άτομο που έχει βιώσει κάτι αντίστοιχο: την Κρις ΜακΝιλ.
Το μοναδικό ίσως, και μεγάλο, αμάρτημα του Γκριν και της ταινίας του είναι ότι μας δίνει μια ακόμα απλή, βαρετή, ταινία εξορκισμού. Αν κάτι μας έχει αποδείξει το reboot του «Halloween», το οποίο μπορεί ως τριλογία να κατέληξε ως μια αρκετά μέτρια προσπάθεια, αλλά τουλάχιστον η πρώτη της ταινία έχει καταφέρει να κερδίσει τα εύσημα μιας πραγματικά σπουδαίας ταινίας τρόμου, είναι πως ο Γκριν δεν είναι ένας σκηνοθέτης που θα έπεφτε έτσι απλά και άθελά του στα κλισέ ενός παραγνωρισμένου, πλέον, είδους του τρόμου.
Ακόμα και με τις πολλές ατέλειές της η νέα τριλογία του «Halloween» είχε καταφέρει να συνδέσει το τότε με το σήμερα και να δώσει νόημα στην επιστροφή του. Αλλά ο νέος «Εξορκιστής» ποτέ δεν καταφέρνει να βρει και να δώσει στον δαιμονισμό της Ρέγκαν εκείνο το κάτι που θα μπορέσει να τον κάνει να δείχνει επίκαιρο και να συνδεθεί τελικά με το σημερινό κοινό.
Χρησιμοποιώντας το τρικ του συγχρονισμένου δαιμονισμού σε δυο κορίτσια με διαφορετικές θρησκευτικές πεποιθήσεις, ο Γκριν προσπαθεί να ανοίξει μια συζήτηση γύρω από τις διάφορες θρησκείες που μπορούν να χρησιμεύουν ως πηγή σύγκρουσης αλλά κυρίως σωτηρίας κάτω από αυτές τις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, αν οι θιασώτες τους αποφάσιζαν να συνεργαστούν. Ενδιαφέρον σίγουρα, στο χαρτί τουλάχιστον, αλλά εδώ ο Γκριν, σε συνεργασία με τον Ντάνι ΜακΜπράιντ (από το «Halloween»), τα παρουσιάζει όλα αυτά με έναν τόσο πεζό και σχηματικό τρόπο, μόνο και μόνο για να δώσει στην ταινία του μια πιο φιλοσοφημένη πτυχή, η οποία αφήνει εκτός τον όποιο σκεπτικισμό, μένοντας μετέωρη ανάμεσα στην μετριότητα και την αδιαφορία.
Ακόμα και σκηνοθετικά ο Γκριν αποτυγχάνει να παραδώσει τις ανατριχίλες που έκαναν την πρώτη ταινία τόσο, μα τόσο, τρομαχτική. Πέρα από τα αναμενόμενα και προγραμματισμένα πετάγματα, τις όποιες ελάχιστες εμφανίσεις του δαίμονα μέσα από ακόμα πιο γρήγορες εικόνες που απλά περνούν μπροστά σου και τα διάφορα CGI τα οποία δίνουν κι εδώ την καταχρηστική παρουσία τους, η ταινία ποτέ δεν καταφέρνει να σου τσιτώσει τα νεύρα και σίγουρα ποτέ δεν σε κάνει να νιώσεις αυτό το άβολο, αυτό το περίεργο συναίσθημα που προκαλούσε σε κάθε σκηνή της η ταινία του Φρίντκιν.
Η όποια πίστη έχει απομείνει εξανεμίζεται ακόμα και στην σκηνή του εξορκισμού. Αν και συμβολικά αναφέρεται σε έναν «εξορκισμό» της Αμερικής (αν θέλετε και ολόκληρου του κόσμου πλέον) από στο κακό που την έχει κυριεύσει, με ανθρώπους από πολλές θρησκευτικές πεποιθήσεις να ενώνουν τις δυνάμεις τους, ως μια κοινότητα, η σκηνή μοιάζει κάπως υπερβολικά εύπεπτη και χαοτική με διάφορούς χαρακτήρες, που ποτέ δεν αναπτύχθηκαν τόσο όσο θα έπρεπε για να μας κάνει να νοιαστούμε γι’ αυτούς έτσι ώστε η παρουσία τους κατά τη διάρκεια του εξορκισμού να είναι ουσιώδης και αποτελεσματική.
Το χειρότερο θύμα όμως σε όλα αυτά είναι η χρήση της Ελεν Μπέρστιν ως Κρις ΜακΝιλ. Θέλοντας να δώσει στην ταινία του μια παρουσία με ένα απαραίτητο gravitas, ως συνδετικός κρίκος με το παρελθόν, η επιστροφή της Μπέρστιν μοιάζει τελείως περιττή. Σίγουρα δεν έχει την βαρύτητα αλλά και τον δυναμισμό της Λόρι Στρόουντ της Τζέιμι Λι Κέρτις (από το «Halloween»), αλλά εδώ η Μπέρστιν εμφανίζεται και ελάχιστα και περιφέρεται ως άβουλο ον από σκηνή σε σκηνή, χωρίς να μπορεί να δώσει στον εμβληματικό της χαρακτήρα έναν λόγο για να αναπτυχθεί παραπάνω ή έστω κάποια δικαιολογία ύπαρξης.
Για χρόνια ο τίτλος «Εξορκιστής» κουβαλούσε πάνω του το βάρος ενός ολόκληρου είδους κινηματογραφικού τρόμου, που το πρώτο μέρος αυτής της (νέας) τριλογίας, φαίνεται πως παίρνει ελαφρά τη καρδία. Το μεγαλύτερο κόλπο του Γκριν, όπως και του διαβόλου, μπορεί να ήταν να μας πείσει πως «Ο Εξορκιστής: Πιστός» θα μπορούσε να γίνει έναν εξαιρετικό και ενδιαφέρον reboot του franchise, αλλά γρήγορα χάσαμε την πίστη μας για κάτι τέτοιο. Απεταξάμην…