Δεν είναι ότι το πρώτο «Equalizer» ήταν η επιτομή του καλού γραψίματος ή η έστω η επανεφεύρεση ενός μόνιμα δημοφιλούς αλλά γεμάτο κλισέ είδους. Ομως εκείνη η ταινία του Αντουάν Φουκουά είχε νεύρο, ρυθμό και μια διαολεμένη pulp διάθεση που κρατούσε το θεατή μόνιμα απασχολημένο, προσφέροντας διασκέδαση ικανή να τον κρατήσει στην άκρη του καθίσματός του.
Ατυχώς, στο καινούριο «Equalizer 2», ειρωνικά το πρώτο sequel της καριέρας του Ντένζελ Γουάσινγκτον, τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Και για αυτό δεν οφείλεται ούτε ο εκ νέου πολυμήχανος (αλλά και με εμφανή τάση προσφυγής στη βία) πρώην πράκτορας του Ντένζελ Γουάσινγκτον, ούτε η παλιομοδίτικη για άλλη μια φορά ιστορία εκδίκησης που στήνει γύρω από τον ήρωά του ο Φουκουά, παίρνοντας έμπνευση όχι μόνο από την δεκαετία του 1980, εποχή που προβλήθηκε και το τηλεοπτικό «Equalizer», αλλά και ανατρέχοντας ακόμα πιο πίσω, κλείνοντας το μάτι στον «Εκτελεστή της Νύχτας» του Τσαρλς Μπρόνσον.
Εξάλλου και αυτή τη φορά, η αφήγηση του Φουκουά είναι αρκούντως σκοτεινή, επαρκώς «φθηνή» και αναπολογητικά κλισέ, ακολουθώντας τον ήρωα σε ένα εκδικητικό ταξίδι που, προφανώς, προσδίδει προσωπικό κόστος σε μια κατά τα άλλα γενικόλογη ιστορία, που όμως εξαρχής δεν είχε στόχο να πει κάτι μεγαλόπνοο. Ο Ρόμπερτ ΜακΚολ είναι ο τυπικός βετεράνος πρώην πράκτορας που απλά δεν μπορεί να παραιτηθεί, επιστρέφοντας μόνιμα στις μεθόδους που έμαθε οργανικά πια να εφαρμόζει, με τον δικό του ηθικό άξονα και τις δικές του αμφιλεγόμενες πρακτικές, και ο Γουάσινγκτον γνωρίζει πώς να τον κάνει προσιτό και συμπαθή ακόμα και όταν χρησιμοποιεί τις γροθιές του πολύ πιο συχνά από ότι το μυαλό του.
Μόνο που αυτή τη φορά, ο ρυθμός της ταινίας είναι πολύ πιο χαλαρός, η αφηγηματική ένταση πολύ πιο ήπια και οι σκηνές δράσεις (με εξαίρεση την σαφώς καλύτερα χορογραφημένη τελική σκηνή) πολύ πιο άτσαλες και «εύκολες». Ο Φουκουά στην προσπάθεια να προσδώσει κοινωνική αιχμή στην ταινία, ρίχνει εκτενείς ματιές στον ανθρώπινο περίγυρο του ΜακΚολ, εστιάζοντας στους αδύναμους και τους καταπιεσμένους για τους οποίους αυτός αποζητά την δικαιοσύνη (ανάμεσά τους και ο Αστον Σάντερς του «Moonlight»), μόνο που αντί να επιδείξει αληθινή ενσυναίσθηση απλά αποδεικνύει ότι δεν μπορεί να διαχειριστεί με συνέπεια την (όποια) καταγγελτική πλευρά της ιστορίας του, ειδικά σε σύγκριση με την γνήσια b-movie αισθητική της υπόλοιπης αφήγησης.
Ακόμα και το ίδιο το μυστήριο που κινεί τις εξελίξεις απογοητεύει, τόσο με το πρόχειρο στήσιμό του όσο και με την ανέμπνευστη λύση του, καθώς στην πραγματικότητα απλά χρονοτριβεί μέχρι οι ήρωες να οδηγηθούν στην αναπόφευκτη αναμέτρηση του φινάλε, χωρίς αίσθηση πραγματικού κινδύνου ή έστω αμεσότητας. Γιατί όσο κι αν ο ΜακΚολ του Γουάσινγκτον εξακολουθεί να έχει μια ζεστή ματιά πίσω από τις θανάσιμες κινήσεις του, η ιστορία δεν τον μετατρέπει ποτέ στο – έστω γκρίζο – πρότυπο που πρότεινε η πρώτη ταινία.
Το «The Equalizer 2» κατά κάποιο τρόπο είναι ο λόγος που ο Γουάσινγκτον δεν έκανε sequel μέχρι τώρα. Και μάλλον θα είναι και ο λόγος που ο ηθοποιός δε θα ξαναπεί το «ναι» σε μελλοντική αντίστοιχη πρόταση.