Ο Τσάρλι ΜακΝτάουελ ήδη από την προηγούμενη ταινία του είχε αποδείξει ότι όσο τον ενδιαφέρει το genre περιτύλιγμα, άλλο τόσο (ίσως και περισσότερο) τον ενδιαφέρουν οι ανθρώπινες δυναμικές που αναπτύσσονται εντός αυτών των ορίων. Το (επίσης διαθέσιμο στο ελληνικό Netflix) «The One I love», μια ταινία για ένα ζευγάρι που ανακαλύπτει δύο τέλειες εκδοχές των εαυτών τους με όλες τις πιθανές (ή και όχι) συνεπακόλουθες συνέπειες, ήταν ουσιαστικά ένα «rom com horror» που χρησιμοποιούσε τους κανόνες της επιστημονικής φαντασίας για να εξερευνήσει τις ισορροπίες εντός ενός ζευγαριού, να παίξει με τα όνειρα και τις προσδοκίες τους και να εξιστορήσει τελικά μια περίπτωση συζυγικής και προσωπικής κρίσης που ξεπερνά τα στερεοτυπικά και, μάλλον χιλιοειπωμένα, αφηγηματικά πλαίσια.
Αυτή τη φορά, ο ΜακΝτάουελ επιστρέφει με ένα «ρομάντζο επιστημονικής φαντασίας», χρησιμοποιώντας και πάλι τους (ακόμα πιο σκληροπυρηνικούς) κανόνες του genre για να εστιάσει στις ανθρώπινες σχέσεις, να μελετήσει τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των ηρώων του υπό την σκιά συγκλονιστικών για το ανθρώπινο γένος αποκαλύψεων και να τους ωθήσει ουσιαστικά σε έναν νέο – κυριολεκτικά και συναισθηματικά – κόσμο, όπου τα πάντα αλλάζουν αλλά και ταυτόχρονα παραμένουν ίδια, προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα στις μεγάλες ιδέες και τις μικρές καθημερινές στιγμές.
Είναι ένα μεγαλόπνοο πλάνο που δύσκολα κρύβει τις φιλοδοξίες του και που, εξαρχής, υπόσχεται κάτι διαφορετικό, εξίσου ρομαντικό και κυνικό, ταυτόχρονα απλοϊκό όσο και μεγαλειώδες, σε ίδιο βαθμό ανθρωποκεντρικό όσο και άκρως φαντασιακό. Μόνο που αυτό που υπόσχεται ο ΜακΝτάουελ δείχνει να καταρρέει σταδιακά από το βάρος των ίδιων των φιλοδοξιών του χωρίς να μπορεί να πετύχει την απόλυτη συνεκτικότητα μεταξύ των ιδεών του, όσο κι αν κατά τη διάρκεια της ταινίας υπάρχουν εκλάμψεις ενδιαφέροντος και μικρές αποδείξεις ότι το «The Discovery» θα μπορούσε να είναι όντως μια μεγάλη ταινία.
Το φιλμ ξεκινά με τον Δρα. Τόμας Χάρμπερ του Ρόμπερτ Ρέντφορντ να δίνει την πρώτη του μεγάλη συνέντευξη, έξι μήνες μετά την απόδειξή του ότι η ζωή μετά θάνατον όντως υπάρχει. Αυτή η ανακάλυψη έχει ήδη οδηγήσει στην αυτοκτονία ένα εκατομμύριο ανθρώπους, οι οποίοι πλέον βλέπουν αυτή την βεβαιότητα ως την μοναδική δίοδο διαφυγής τους από την τωρινή καθημερινότητά τους. Δύο χρόνια μετά, αυτός ο αριθμός έχει πλέον αγγίξει τα τέσσερα εκατομμύρια. Η ανακάλυψη του Δρος. Χάρμπερ έχει πλέον αναδείξει την αυτοκτονία στη νούμερο ένα λύση επίλυσης κάθε ανθρώπινου προβλήματος.
Σε αυτό το πλαίσιο, ένας νέος άνδρας (ο Γουίλ του Τζέισον Σίγκελ) συναντά στο φέρι για ένα ομιχλώδες νησί την Άιλα της Ρούνι Μάρα. Εκείνος δείχνει να είναι επιφυλακτικός απέναντι στη πραγματικότητα που αναδεικνύει αυτή η ανακάλυψη. Εκείνη δείχνει να είναι πιο ανοιχτή σε όλα όσα επιφυλάσσει αυτός ο νέος κόσμος. Λίγο αργότερα, ο Γουίλ θα σώσει την Άιλα από την απόπειρα να δώσει τέλος στη ζωή της. Αυτή είναι μόλις η αρχή της γνωριμίας τους. Αυτό όμως που ακολουθεί, καλό θα είναι να το ανακαλύψει κάθε θεατής μόνος του, καθώς η αφήγηση του ΜακΝτάουελ (και του μόνιμου συνεργάτη του στο σενάριο Τζάστιν Λάντερ) είναι γεμάτη ανατροπές, αποκαλύψεις και μικρές στιγμές συναισθηματικών εκρήξεων, όπως θα περίμενε κανείς από μια καθαρόαιμη ταινία επιστημονικής φαντασίας.
Μόνο που, όπως και η ίδια η ανακάλυψη του Δρα. Χάρμπερ, το «The Discovery» σταδιακά χάνει την αρχική του αιχμή και σιγά σιγά αποκαλύπτει τα σαθρά του θεμέλια, μη καταφέρνοντας να διατηρήσει μέχρι το τέλος την ίδια φόρα με την οποία ορμά στην αφήγησή του. Σίγουρα ο τρόπος με τον οποίο επιχειρεί να συνδυάσει τον ρεαλισμό και την ουσία των ανθρώπινων σχέσεων με την βαριά επιστημονική φαντασία είναι αξιέπαινος και σίγουρα η Ρούνι Μάρα αποδεικνύει για άλλη μια φορά ότι οι αινιγματικοί, ψυχροί αλλά και βαθιά συναισθηματικοί χαρακτήρες είναι το φόρτε της, όμως αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι το τελικό αποτέλεσμα περισσότερο θυμίζει μια άτσαλη συρραφή ειδών παρά μια οργανική, πολύπλευρη δημιουργία.Κατά στιγμές, τα υποείδη λειτουργούν. Το κομμάτι της γνωριμίας μεταξύ του Γουίλ και της Άιλα διακατέχεται από μια λιτή ειλικρίνεια που είναι αυθεντική. Το κομμάτι της σύγκρουσης πατέρα και γιου από μόνο του στέκεται αρκούντως δυναμικά. Η δε αφήγηση της αίρεσης είναι επαρκώς ανατριχιαστική για να στηρίξει μια ολόκληρη ακόμα ταινία. Και, φυσικά, η ίδια η ανακάλυψη δε διστάζει να γίνει υπερβολική, πομπώδης και… κουλή, επιβεβαιώνοντας τον sci-fi χαρακτηρισμό του φιλμ.
Από την άλλη, όμως, το «The Discovery» κατέχει μια κραυγαλέα αφέλεια που υπονομεύει τα πράγματα, έχει μια υφή τηλεοπτικού πιλότου που περισσότερο υπόσχεται πράγματα για τη συνέχεια παρά τα εξερευνεί ουσιαστικά εκείνη τη στιγμή και, επιπλέον, έχει την κακή συνήθεια να μεταπηδά από υποπλοκή σε υποπλοκή χωρίς να μπορεί να υποστηρίξει σε βάθος την κάθε μια ξεχωριστά. Είναι εμφανή τα σημάδια μιας δυνατής ρομαντικής ιστορίας εδώ. Όπως και τα στοιχεία μιας έντονης sci-fi ταινίας. Ο συνδυασμός όμως είναι ένα άγαρμπο κολάζ, που καταλήγει σε ένα αποτέλεσμα όχι πολυσχιδές αλλά απλά σχιζοφρενικό.
Το δε δεκάλεπτο της τελικής αποκάλυψης έρχεται τόσο απότομα και διαδικαστικά, που ακολουθεί μεν τους κανόνες της Βίβλου της επιστημονικής φαντασίας αλλά αποτυγχάνει να δημιουργήσει αντανακλαστικά ένα κάποιο δυνατό συναίσθημα. Το οποίο είναι πραγματικά κρίμα, γιατί θεωρητικά το φιλμ θα έπρεπε να είναι τολμηρό, θα έπρεπε να είναι σοκαριστικό, θα έπρεπε να είναι συναισθηματικά εξοντωτικό. Αντιθέτως, μέχρι και το τέλος, το «The Discovery» συνεχώς πασχίζει να ανακαλύψει ποια ακριβώς ταινία είναι. Iσως απλά να χρειαζόταν η βοήθεια των Μπριτ Μάρλινγκ και Ζαλ Μπατμαντζίλ. Το «The OA» τους είναι σαφώς πολύ πιο κοντά σε αυτό που ορίζει η ταινία ως δημιουργικό πυρήνα της.
[H ταινία προβάλλεται στο Netflix με ελληνικούς υπότιτλους]