Η Φιόνα Μέι, δικαστής που προεδρεύει με τη δυνατότερη αίσθηση λογικής και αμεροληψίας σε περίπλοκες υποθέσεις οικογενειακού δικαίου στο Λονδίνο, διαπιστώνει πως η σχέση της με τον άντρα της, Αμερικανό καθηγητή πανεπιστημίου, έχει φθάσει σε αδιέξοδο, όταν εκείνος της ανακοινώνει πως επιθυμεί να αποκτήσει εξωσυζυγικό δεσμό. Την αγαπά, επιμένει, και δε θέλει να χωρίσουν, όμως δεν μπορεί πλέον να ανεχτεί την αποκλειστική της προσήλωση στη δουλειά, την «απουσία» της ακόμη κι όταν είναι δίπλα του.

Ομως μέσα στον αιφνιδιασμό, την οργή και τη θλίψη της, θα πρέπει ταυτόχρονα να επικεντρωθεί σε μία πολύ επείγουσα υπόθεση. Ο νεαρός Άνταμ κείτεται με λευχαιμία σε ένα νοσοκομείο, αρνούμενος τη μετάγγιση αίματος που θα τον σώσει. Γιος Μαρτύρων του Ιεχωβά, οι οποίοι θεωρούν το αίμα δώρο Θεού που δεν επιτρέπεται να μολύνεται, έχει ευθυγραμμιστεί με την πίστη τους. Καθώς του μένουν τρεις μήνες για να συμπληρώσει τα 18, νομικά είναι ακόμη ανήλικος και δεν μπορεί να αποφασίσει μόνος. Σε μια ασυνήθιστη κίνηση, η Φιόνα τον επισκέπτεται στο νοσοκομείο λίγες ώρες πριν την ετυμηγορία της. Και βρίσκει ένα αγόρι έξυπνο και ευαίσθητο, με κλίση στην ποίηση και τη μουσική.

Βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ιαν ΜακΓίουαν, του συγγραφέα που έχει επανειλημμένα τροφοδοτήσει τη μεγάλη οθόνη με έργα του («Εξιλέωση», «Ανεκπλήρωτος Γάμος»), η ταινία του στιβαρά ακαδημαϊκού Ρίτσαρντ Εϊρ σκιτσάρει το πορτρέτο μιας γυναίκας εγκλωβισμένης ανάμεσα στο επαγγελματικό και το προσωπικό «δίκαιο». Δεν είναι έκπληξη να πούμε πως η Φιόνα θα αποφασίσει τελικά υπέρ του νοσοκομείου και της μετάγγισης. Αλλωστε, είναι μετά την «ανάσταση» του Ανταμ που το δράμα αρχίζει να δονείται, με τη σχέση εξάρτησης που βαθμιαία αναπτύσσεται ανάμεσα στους δύο. Εκείνος, έχοντας χάσει την πίστη του στο Θεό του, την κατατρύχει με αγάπη και ευγνωμοσύνη, ως άλλο Σωτήρα. Εκείνη διστάζει, θυμώνει, τον αποδιώχνει καθησυχαστικά, ξέρει όμως πως η ζωή της έχει συνδεθεί αμετάκλητα με τη δική του.

«Εχετε παιδιά;», ρωτά ο Ανταμ την απορημένη με την επιμονή του Φιόνα, και παίρνει απάντηση αρνητική. Αν και ξέρουμε εξαρχής πως η Φιόνα είναι άτεκνη, είναι σε αυτή τη σκηνή της εκφοράς της παραδοχής που το δράμα αποστάζεται, έχοντας ήδη λύσει το πρόβλημα της επιλογής ανάμεσα στη νομική επιταγή και το μεταφυσικό δόγμα. Η Φιόνα, που μια ζωή ασχολούταν από απόσταση και λίγο έως πολύ εκ του ασφαλούς με οικογένειες και τέκνα, βραχυκυκλώνει στην πρόσωπο με πρόσωπο συνάντηση με ένα παιδί. Αδυνατεί να διαχειριστεί αυτή την απεγνωσμένη έκκληση για επαφή, την ίδια στιγμή που ξέρει πως τη χρειάζεται και η ίδια.

Οι κλιμακώσεις δε βροντοφωνάζουν εδώ, και ο Εϊρ κρατά χαμηλά τις εντάσεις ακόμη και στην πιο σπαραχτική στα χαρτιά σκηνή. Φροντίζει να τις υποβάλλει δια των λεπτομερειών, οι οποίες εκπέμπονται πρωτίστως μέσα από τις εκφράσεις της Έμα Τόμσον (τι ηθοποιός είναι αυτή, μα τους Μάρτυρες του Σινεμά!) και του δίκαια ανερχόμενου Φιόν Γουάιτχεντ («Δουνκέρκη»). Ισως πάνω σε τούτη την αυτοκυριαρχία, που δίνει χρόνο και στον θεατή να ζυγίσει προσεχτικά τα διλήμματα, να ξεχνιέται ο χαρακτήρας του συζύγου, αυτού που βασικά κινεί το μοτέρ της δραματουργίας.

Ωστόσο, το φιλμ είναι η ψυχραιμία του, αυτή που αδιάλειπτα εμποδίζει μια ιστορία συμπτωματικής γνωριμίας, ουσιαστικού δεσμού και θανατερής καταπίεσης από το να ξεπέσει στη στάθμη ενός μελό.