O πραγματικός Μο Μπεργκ, ένας πρωτοκλασάτος Αμερικανός παίχτης του μπέιζμπολ την περίοδο πριν τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, δεν ήταν ένας συνηθισμένος αθλητής. Ηταν μορφωμένος, μιλούσε εννιά γλώσσες και διατηρούσε την προσωπική του ζωή γύρω από ένα πρωτοφανές για την εποχή πέπλο μυστικοπάθειας, γεγονός που τον ανέδειξε σε μια άκρως αμφιλεγόμενη προσωπικότητα που ούτε λίγο, ούτε πολύ παρέμεινε ένα μυστήριο ακόμα και μετά τον θάνατό του.
«Ας πούμε ότι είμαι πολύ καλός στο να κρατάω μυστικά» εκμυστηρεύεται κάποια στιγμή μέσα από το στόμα του Πολ Ραντ ο Μπεργκ της ταινίας, συνοψίζοντας κατά κάποιο τρόπο μέσα σε μία φράση όλη την φιλοσοφία και του χαρακτήρα αλλά και της αφηγηματικής προσέγγισης του φιλμ. Γιατί, πέρα από τον ιστορικό Μπεργκ, και ο Μπεργκ της ταινίας αποτελεί ένα μόνιμο αίνιγμα, μόνιμα λιγομίλητος, ασαφής και χωρίς συγκεκριμένη ταυτότητα. Μια συνεχής πηγή αποριών για τους γύρω του αλλά και τους θεατές.
Δεν γνωρίζουμε ποτέ πώς απέκτησε όλη αυτή την μόρφωση, ούτε τι συνέβαινε πραγματικά στην προσωπική του ζωή που ισορροπούσε ανάμεσα στον (έστω κάποιο) δεσμό με την Εστέλα Χούνι (η Σιένα Μίλερ σε άλλη μία πλήρως συναισθητική ερμηνεία ενός κενού στη βάση του ρόλου) και τις (μάλλον) ομοφυλοφιλικές του αναζητήσεις. Δεν μαθαίνουμε επίσης τι είναι αυτό που τον έκανε να αναζητήσει κάτι περισσότερο από τον αθλητισμό, ούτε τι έδωσε ώθηση στις «κατασκοπευτικές» του περιπέτειες. Θα μπορούσε να πει κανείς μάλιστα ότι ούτε ο ίδιος ο Λιούιν φαίνεται να γνωρίζει τον πρωταγωνιστή του, αρκούμενος στο αινιγματικό αλλά επαναλαμβανόμενο μειδίαμα του Πολ Ραντ για να δημιουργήσει την αμφισημία που κατέγραψε τον Μπεργκ στην ιστορία.
Από τα ταξίδια του εκτός Αμερικής με την ομάδα μπέιζμπολ μέχρι την στρατολόγησή του στο Γραφείο των Υπηρεσιών Ασφαλείας (την μεταγενέστερη CIA) και, στη συνέχεια, την ανάληψη της εντολής δολοφονίας του Γερμανού επιστήμονα Βέρνερ Χάιζεμπεργκ, πιθανού κατασκευαστή της πρώτης ατομικής βόμβας για λογαριασμό των Ναζί, η αφήγηση του Λιούιν προσπαθεί να δώσει μια αίσθηση μυθιστορήματος του Τζον ΛεΚαρέ στην όλη εξιστόρηση των γεγονότων, ρίχνοντας κλεφτές ματιές σε ύποπτες συζητήσεις, απειλητικά φωτισμένα σοκάκια, βλέμματα γεμάτα υπονοούμενα και μια διαρκή αίσθηση απειλής που δείχνει να υπόσχεται κάτι ακόμα μεγαλύτερο για την συνέχεια.
Μόνο που το σενάριο του Ρόμπερτ Ρόντατ, βασισμένο στο ομώνυμο βιογραφικό βιβλίο του Νίκολας Ντάβιντοφ βασίζεται υπερβολικά πολύ στην αμφισημία για να δημιουργήσει επαρκές ενδιαφέρον για έναν χαρακτήρα που δεν κάνει ουσιαστικά τίποτα για να κερδίσει την προσοχή. Ο Ρόντατ (σεναριογράφος και της «Διάσωσης του Στρατιώτη Ράιαν», κάτι που ίσως εξηγεί και την εμβόλιμη αλλά μάλλον άτσαλη σκηνή μάχης) ενσωματώνει στην αφήγηση τις απορίες όλων γύρω από το πρόσωπο του Μπεργκ, προσφέρει ενδείξεις που δεν οδηγούν σε μία συγκεκριμένη αποκλειστικά κατεύθυνση και ηθελημένα δημιουργεί ένα ιστορικό πορτρέτο γεμάτο αντιφάσεις, μόνο που δεν βρίσκει σύμμαχο μια ικανή σκηνοθετική ματιά ή, ακόμα χειρότερα, έναν αβίαστα αινιγματικό ερμηνευτή.
Γιατί αφενός, ο Λιούιν παρασύρεται ανησυχητικά συχνά σε μια ακίνδυνη, «λεία» αφήγηση που μπερδεύει το κατασκοπευτικό δράμα με το πομπώδες δράμα εποχής, αφετέρου δε ο Πολ Ραντ δεν μπορεί να μεταδώσει την κατά στιγμές απειλητική σιωπή του ήρωά του, ερμηνεύοντας μόνιμα με μια ζεστή ματιά που δε δείχνει να έχει θέση σε αυτή την ιστορία. Αυτή είναι μια δομική αδυναμία αυτή της ταινίας και κάτι που δεν της επιτρέπει να αποκτήσει ποτέ την απαιτούμενη τραχύτητα καθώς το «Υπεράνω Πάσης Υποψίας» παραμένει πάντα ασφαλές, ακίνδυνο, χωρίς πραγματική αιχμή, μια ταινία εποχής που υπαινίσσεται ένα μυστήριο που δεν μπορεί να υποστηρίξει.
Σε αυτό φυσικά δε βοηθά ούτε η πληθώρα γνωστών ηθοποιών σε β’ ρόλους ευρείας γκάμας προφορών αλλά απόλυτης σχηματικότητας (και όμως, οι Γκάι Πιρς, Τομ Γουίλκινσον, Μαρκ Στρονγκ, Πολ Τζιαμάτι, Τζεφ Ντάνιελς και Κόνι Νίλσεν εμφανίζονται όντως σε κάποιες σκηνές της ταινίας) αλλά ούτε και η μάλλον άτονη εξιστόρηση, η οποία συγχέει το «χαμηλότονο» με το «βαρετό». Το «Υπεράνω Πάσης Υποψίας» δεν είναι μια κακή ταινία, είναι όμως μια ταινία χωρίς άποψη, χωρίς δύναμη και κυρίως χωρίς πυγμή. Και δεν είναι ότι αρνείται απλά να δώσει απαντήσεις. Το κυριότερο είναι ότι δεν ενδιαφέρεται καν να θέσει εξαρχής τις ερωτήσεις.