Η Ντορότια είναι μια φιλόδοξη νεαρή ηθοποιός που προς έκπληξη όλων αναλαμβάνει να φροντίζει τον άλλοτε διάσημο ηθοποιό Μάικλ Γκίλφορντ. Αυτός είναι πεισματάρης και δύσκολος άνθρωπος αλλά η νεαρή κοπέλα είναι αποφασισμένη να τον φέρει στα μέτρα της ώστε να της μάθει όλα όσα γνωρίζει για την υποκριτική. Ερχονται σε σύγκρουση αλλά η αγάπη και των για τον Σαίξπηρ τους βοηθά να βρουν έναν κοινό κώδικα επικοινωνίας.

«Να ζει κανείς ή να μην ζει;» Κι αν ζει, ζει πραγματικά; Αυτό είναι και το κύριο ερώτημα που προσπαθεί να απαντήσει (και μέχρι το φινάλε το κάνει) ο σκηνοθέτης Γιάνος Εντελένιι, η ταινία του οποίου στηρίζεται περισσότερο στην απλοϊκότητα της αλλά και την γοητεία και το χάρισμα των πρωταγωνιστών της για να το αποδείξει, παρά στην όποια συναισθηματική της βαρύτητα, καταλήγοντας να είναι αρκετά επιφανειακή και συγκαταβατική.

Εκ πρώτης όψεως κάποιος μπορεί να κατηγορήσει το φιλμ του Εντελένιι πως αντιγράφει ασύστολα τους «Aθικτους» των Ολιβέ Νακάς και Ερίκ Τολεδάνο. Από τουw δυο κύριους χαρακτήρες της, μέχρι και το πως καταφέρνει να προσφέρει, απλόχερα μάλιστα, αυτό το feelgood συναίσθημα το οποίο υπόσχεται καθ’ όλη την διάρκειά της, φαίνεται πως δεν θα έχει και άδικο. Αλλά οι όποιες ομοιότητες μεταξύ των δυο ταινιών σταματούν εδώ. Παίζοντας πάντα εκ του ασφαλούς, ο Εντελένιι δεν φαίνεται να προσπαθεί να δώσει στην ταινία του δύναμη που χρειάζεται για να σε ισοπεδώσει συναισθηματικά, ούτε καταφέρνει να είναι τόσο χειμαρρώδης ως κωμωδία, αγγίζοντας ταυτόχρονα όσο επιφανειακά γίνεται ζητήματα τα οποία αφορούν την τρίτη ηλικία.

Όλα δείχνουν τόσο μελετημένα, μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια, και αυτό είναι ίσως και το μεγαλύτερο μειονέκτημα της ταινίας. Ξέρεις, μέχρι και το τελευταίο λεπτό, πως θα εξελιχθεί η ιστορία και την κατάληξη των χαρακτήρων της, χτυπώντας απλά τις κατάλληλες νότες εδώ κι εκεί έτσι ώστε να γίνει στιγμιαία διασκεδαστική, με τα εμψυχωτικά μηνύματα για τους ηλικιωμένους να υπάρχουν σε αφθονία, αλλά με τον Εντελένιι να αποφεύγει ωστόσο να πέφτει στις παγίδες του εύκολου μελό και του ασύστολου κηρύγματος.

Αλλά, ας μιλήσουμε λίγο για τον Μπράιαν Κοξ, ο οποίος σηκώνει στους ώμους του ολόκληρη την ταινία. Η βαρύτητα της ερμηνείας του Κοξ είναι πραγματικά η καρδιά και η ψυχή ολόκληρης της ταινίας του Εντελένιι. Ο τρόπος με τον οποίο αποτυπώνει την αγανάκτηση και οργή που νιώθει ο χαρακτήρας του λόγω της πάθησής του, αλλά ταυτόχρονα συνδυάζοντάς τα με μια αιχμηρή ευστροφία κι ένα αρκετά κακεντρεχές χιούμορ, μας βοηθά να νοιαστούμε ολοένα και περισσότερο για εκείνον χωρίς να τσαλακώνει ούτε στο ελάχιστο κάτι από την εικόνα του. Με χάρη και γοητεία ο Κοξ δείχνει πως βρίσκεται στην καλύτερή του φόρμα, δίνοντάς μας μια από τις καλύτερες του ερμηνείες.

Από την άλλη το υπόλοιπο καστ υπάρχει εκεί απλά και μόνο για να υποστηρίζει τον Κοξ και τίποτε άλλο. Οχι πως κι αυτό από μόνο του μπορεί να θεωρηθεί ως κάτι το μεμπτό. Κρατώντας πάντα τις σωστές ισορροπίες, όλοι πετυχαίνουν να είναι στην καλύτερή τους φόρμα. Ακόμα και η νεαρή Κοκό Κούνιγκ καταφέρνει με την χαμηλών τόνων ερμηνεία της να κερδίσει τις πρώτες εντυπώσεις, αλλά υπάρχουν διάσπαρτες στιγμές που μοιάζει ανήμπορη να σταθεί επάξια δίπλα στον Κοξ.

Πέρα από τις ερμηνείες του, κυρίως αυτή του Κοξ, και τα όποια καυστικά σχόλια του πάνω στην τρίτη ηλικία, το «Κάποια να με Προσέχει» καταλήγει να είναι ακόμη ένα τετριμμένο φιλμ, το οποίο κάτω από την μάσκα της χαριτωμενιάς, μοιάζει σαν να μην προσπαθεί αρκετά να γίνει κάτι παραπάνω από αυτό.