Η Τζόρνταν εργάζεται σε μία θέση που απαιτεί ατσάλινη ψυχραιμία, αψεγάδιαστη κρίση και εύστροφα αντανακλαστικά. Γιατί μία σωστή οδηγία της μπορεί να σώσει τη ζωή στην άλλη γραμμή. Μία λάθος να την τερματίσει. Η Τζόρνταν είναι τηλεφωνήτρια της 911 υπηρεσίας άμεσου δράσης του Λος Αντζελες. Απαντά καθημερινά σε μεθυσμένους, ναρκομανείς, αυτοκτονικούς, απελπισμένους, τραυματισμένους. Απαντά σε όσους νιώθουν ότι με τον ένα ή άλλο τρόπο κινδυνεύουν και επιλέγουν να πάρουν το 100. Οταν ένα βράδυ ένα λάθος της στοιχίζει τη ζωή ενός κοριτσιού, που παγιδεύτετηκε στο διαμέρισμά της από έναν σίριαλ κίλερ, η Τζόρνταν κλονίζεται. Κρεμάει τα ακουστικά της και παραιτείται - επιλέγει μία πιο ήρεμη θέση, αυτή της εκπαιδεύτριας. Ενα γύρισμα της τύχης όμως τη φέρνει ξανά απέναντι στον ίδιο σίριαλ κίλερ: αυτή τη φορά έχει απαγάγει ένα 16χρονο κορίτσι που της τηλεφωνεί από το πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου του με το καρτοκινητό της. Αυτό το τηλεφώνημα, οδηγία στην οδηγία, ανατροπή στην ανατροπή δίνει την υπόσχεση ενός θρίλερ που να σας κάνει να αναπηδήσετε κάθε φορά που χτυπάει το τηλέφωνο.
Δυστυχώς όμως, το σασπένς γρήγορα μπαίνει στο... αθόρυβο. Ο Αντερσον (του «Session 9», του υποσχόμενου λαμπρής καριέρας «The Machinist», σκόρπιων επεισοδίων των «Wire», «Fringe» και «Treme») δεν είναι ανέμπειρος στο να χτίζει ατμόσφαιρα, χρησιμοποιώντας τα εργαλεία του είδους: ένα κλειστοφοβικό πορτ μπαγκάζ, το ημιφωτισμένο προσωπάκι της Αμπιγκέιλ Μπρέσλιν, περίεργες λήψεις, κι ήχος που είναι το μόνο που έχει για να δουλέψει η Χάλι μπέρι ηρωίδα στην άλλη πλευρά της γραμμής. Βάζοντας τα χειρότερα στο μυαλό της. Γιατί πάντα, σκέτος ο ήχος, μας κάνει να φανταζόμαστε τα χειρότερα.
Σκεφτείτε το: ένα τηλέφωνο που χτυπάει στην μέση της νύχτας είναι η πρώτη ύλη κάθε εφιάλτη που έχει ο κάθε ένας από εμάς. Σημαίνει συνήθως άσχημα, κακά, τρομαχτικά νέα. Νέα που συμβαίνουν εκείνη τη στιγμή σε απόσταση, όταν δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα παρά να ακούμε. Ο Αντερσον παίρνει αυτή την ηχητική μπάντα, αυτή την ιδέα, και χτίζει μία σχέση μεταξύ θύματος και τηλεφωνήτριας που δεν έχει παρά τη φωνή της για να καθησυχάσει, να προτείνει, να προστατέψει ένα αθώο κορίτσι.
Οσο διαρκεί αυτή η σχέση, η ταινία σε κρατά στην άκρη της καρέκλας σου. Βοηθάει το γεγονός ότι ο σίριαλ κίλερ είναι απρόσωπος ακόμα, βλέπουμε θαμπές του λεπτομέρειες, το μυαλό μας συμπηρώνει τα πιο μελανά, αιματοβαμμένα κενά.
Δυστυχώς όμως στην μέση αυτού του τηλεφωνήματος η ταινία αποφασίζει να ξεφύγει από το εγκεφαλικό παιχνίδι γάτας-ποντικιού και να γίνει δράσης. Ο δολοφόνος αρχίζει και σκοτώνει, μέρα μεσημέρι, διάφορους περαστικούς που τείνουν να υποπτευθούν ότι κάτι κρύβει. Αποκτά σάρκα, οστά, γελοίες αντιδράσεις, ένα κλισέ παρελθόν που «δικαιολογεί» την αρρώστια του.
Από την άλλη πλευρά τα κορίτσια μετατρέπονται σε b movie ημίγυμνες ηρωίδες που τρέχουν να ξεφύγουν ουρλιάζοντας μέσα σε gore σκηνογραφία και «όχι μην κατέβεις στο υπόγειο» στιγμές. Ολο το αποτέλεσμα γίνεται χειρότερο και από τηλεοπτικό, καθώς η μικρή οθόνη έχει καταφέρει τελευταία να μας τρομάξει με πολύ πιο συμπηκνωμένα, μεστά θρίλερ.
Οσο για τον Αντερσον - είναι πολύ αργά για να μας πείσει ότι ήθελε απλά να κάνει ένα απλό σπλάτερ, μία επίτηδες δεύτερη ταινία είδους. Ενα αυτοσαρκαστικό δείγμα μπιμουβιάς, όπως υπαγορεύει το φινάλε του.
Αν αυτός ήταν ο σκοπός του, πήρε εξ αρχής λάθος αριθμό.