Υπάρχουν ταινίες που ξεφεύγουν από τα στενά όρια της αντικειμενικής κριτικής, ταινίες οι οποίες παρά τα ελαττώματά τους κουβαλούν το συναισθηματικό βάρος μιας ολόκληρης γενιάς και αντικατοπρίζουν τόσο αντιπροσωπευτικά την αισθητική και το πνεύμα της εποχής τους, που γίνονται σύμβολα και κειμήλια της δεκαετίας από την οποία ξεπήδησαν.

Το «Απέραντο Γαλάζιο» του Λικ Μπεσόν από το μακρινό πλέον 1988 είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιας ταινίας, τόσο στη χώρα προέλευσής της, αφού ηταν η μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία στη Γαλλία για ολόκληρη τη δεκαετία του '80, όσο και στη χώρα μας, αφού ο τίτλος της έγινε θρυλικός μέσα στα χρόνια, ενώ τα γυρίσματα στην Αμοργό αύξησαν κατακόρυφα τον τουρισμό στο νησί. Η επανέκδοση της ταινίας τριάντα χρόνια μετά είναι αναμενόμενο να προκαλεί συγκίνηση και νοσταλγία σε όλους όσοι μεγάλωσαν με αυτή, θέτει όμως το αναπόδραστο ερώτημα τι έχει απομείνει από την καλλιτεχνική αξία της.

Για όσους (ελάχιστους ή νεότερους) δεν έτυχε να τη δουν ποτέ, η ταινία πραγματεύεται την (αληθινή) ιστορία της άσπονδης φιλίας και του συναγωνισμού δύο επαγγελματιών αθλητών της ελεύθερης κατάδυσης, του Γάλλου Ζακ Μαγιόλ και του Ιταλού Ενζο Μολινάρι (ο Ενζο Μαγιόρκα για τους γνώστες), από τα παιδικά τους χρόνια στην Αμοργό της δεκαετίας του '60 μέχρι τη διαρκή τους κόντρα για την κατάκτηση του τίτλου του Παγκόσμιου Πρωταθλητή και την κορύφωση της, καθώς και τη σχέση του Μαγιόλ με μια Αμερικανίδα υπάλληλο ασφαλιστικής εταιρείας, η οποία θα παρατήσει τα πάντα για να τον ακολουθήσει δε θα καταφέρει όμως να τον κάνει να την αγαπήσει περισσότερο από την πρώτη και παντοτινή του αγάπη, τη θάλασσα.

Αυστηρά, αποστασιοποιημένα και με όλο των κυνισμό των τριών δεκαετιών που έχουν μεσολαβήσει, η ταινία έχει αρκετά ελαττώματα που δυναμιτίζουν τη διαχρονικότητά της: εντυπωσιακή μεν και πανέμορφη φωτογραφία όλων των φυσικών τοπίων σε Ελλάδα και εξωτερικό, αλλά καρτποσταλική και τουριστική αισθητική και κινηματογράφηση, επιδερμική προσέγγιση της πολύπλοκης δυναμικής των σχέσεων του πρωταγωνιστικού διδύμου με παράταιρα φαρσικά στοιχεία και βαρύγδουπους διαλόγους, αμήχανες ερμηνείες από τους Ζαν Μαρκ Μπαρ και Ζαν Ρενο στους κεντρικούς ρόλους, όπου ο μεν πρώτος, στο μοναδικό αξιομνημόνευτο ρόλο της καριέρας του, παραμένει άψυχος κι υπερβολικά απόκοσμος ως Μαγιόλ, ενώ ο δεύτερος παραδίδεται στην καρικατούρα και τα στερότυπα ως Μολινάρι, την υστερική παρουσία της Ροζάνα Αρκετ στο ρόλο του νευρωτικού ερωτικού ενδιαφέροντος του Μαγιόλ και ένα απλοϊκό πλέον οικολογικό μήνυμα για την ομορφιά της φύσης.

Ως γνήσιο αποκύημα της δεκαετίας του '80, το «Απέραντο Γαλάζιο» μιλάει για την κατάκτηση του ονείρου (τα 80s ήταν η δεκαετία του Εγώ), την επούλωση των ψυχικών τραυμάτων (τα 80s ήταν η δεκαετία της ψυχανάλυσης), την ανάγκη για την επιστροφή σε έναν πιο φυσικό και λιγότερο αγχωτικό τρόπο ζωής (τα 80s ήταν η δεκαετία των γιάπηδων) και τη φυγη προς τη θάλασσα και κατ’ επέκταση τη Φύση ως μια αγκαλιά μέσα στην οποία ο άνθρωπος ολοκληρώνεται και πραγματώνει το σκοπό του (τα 80s ήταν η δεκαετία της οικολογίας) και το κάνει με έναν τρόπο σχηματικό μεν, αλλά τόσο συναισθηματικά γενναιόδωρο κι αφοπλιστικό, που μετατρέπει τα ελαττώματα του σε πλεονεκτήματα και δύσκολα αφήνει το θεατή ασυγκίνητο με όλον αυτό τον αφελή ρομαντισμό που αποπνέει. Βοηθαει σ΄ αυτό, βέβαια, και το ήδη κλασικο και γνωστό τοις πάσι score Ερίκ Σερά, ενώ είναι περιττό να μιλήσουμε για την ομορφιά του οικείου στον Ελληνα θεατή κυκλαδίτικου φυσικού τοπίου,

Σε μια εποχή κυνισμού κι απαισιοδοξίας το «Απέραντο Γαλάζιο» είναι μια ελάχιστα φθαρμένη, αλλά πολύτιμη τελικά κινηματογραφική καρτ ποστάλ από το παρελθόν. Πάρτε μια ανάσα και κολυμπήστε (ξανά) μέσα του με την προσμονή, την ελπίδα και την ανεμελιά μιας καλοκαιρινής βουτιάς στην αγαπημένη σας παραλία.