Αντί για «Ακρόαση», η δεύτερη ταινία της Ίνα Βάις μετά το «The Architect» του 2008 θα μπορούσε να έχει και τον τίτλο «Εξιλέωση».

Αυτό ζητάει χωρίς ποτέ να το παραδέχεται και χωρίς ποτέ να μπορέσει να το εκφράσει με λόγια η πρωταγωνίστριά της, η Ανα, μια πρώην βιολονίστρια που δουλεύει τώρα ως καθηγήτρια βιολιού σε μια αξιοσέβαστη σχολή όπου ο ανταγωνισμός και η πειθαρχία βρίσκονται στην πρώτη γραμμή, ακόμη περισσότερο ίσως και από το ταλέντο. Η σχέση της με τον Αλεξάντερ, ένα ντροπαλό, λιγομίλητο αγόρι που έχει αναλάβει προσωπικά, ξεχωρίζοντας τις ιδιαίτερες ικανότητες του, θα εξελιχθεί γρήγορα σε μια εμμονή που θα αρχίσει να διαβρώνει την ίδια και τους ανθρώπους γύρω της. Ο γιος της αρχίζει να ζηλεύει το άλλο αγόρι, ο σύζυγος της αρχίζει να αντιλαμβάνεται την βουτιά της σε ένα σκοτάδι που την παίρνει μέσα του ολοένα και περισσότερο και μια παράνομη σχέση συμπληρώνει το κατακερματισμένο παζλ μιας μέχρι πρότινος τακτοποιημένης ζωής.

Αν η Ανά αναγνωρίζει στον μικρό Αλεξάντερ τον εαυτό της που κάποτε πρόδωσε, χάνοντας την ευκαιρία να γίνει μια διεθνούς φήμης βιολονίστρια, αν το μικρό αγόρι είναι απλά ένας καθρέφτης της νεύρωσης της πάνω στον οποίο η Ανά παίρνει την εκδίκηση της για όσα έχει υποστεί και η ίδια ή τελικά υπάρχει κάτι ερωτικό στην εμμονή της, είναι θέματα που η Ίνα Βάις θέτει χωρίς να αναλύει και προτιμά να αφήσει να αιωρούνται σε μια ταινία που λειτουργεί περισσότερο ως ένα υπαινικτικό ψυχολογικό θρίλερ, παρά σαν ένα δοκίμιο πάνω στις σχέσεις εκπαιδευτή και εκπαιδευόμενου. Χωρίς εξάρσεις, με σκηνές που κορυφώνονται χαμηλότονα αλλά και με μια υπόγεια, ανατριχιαστική σε στιγμές ένταση, η «Ακρόαση» είναι η διαδρομή μιας γυναίκας στα άκρα, μια μεταφορά για την αφορμή που χρειάζεται ο οποιοσδήποτε πριν αψηφήσει τα πάντα, ανατρέψει οτιδήποτε δεδομένο, πάρει το ρίσκο να αλλάξει ζωή.

Απόλυτα ταυτισμένη με την ηρωίδα του, το φιλμ της Βάις δεν είναι όμως ούτε ένα μανιφέστο ανεξαρτησίας, ούτε μια κριτική πάνω στην αγωνία της τελειότητας που επιβάλλει η αστική παράδοση. Σίγουρα όχι μια «Δασκάλα του Βιολιού», όπως θα τη σκηνοθετούσε ο Μίκαελ Χάνεκε σε μια αναγωγή της δικής του «Δασκάλας του Πιάνου».

Σαν την Ανά, η «Ακρόαση» αναπνέει και εκπνέει τον ψυχισμό μιας γυναίκας που, αντιμέτωπη με τις αποτυχίες της, τις χαμένες προσδοκίες και έναν αέναο κύκλο αγωνίας για μια ζωή χωρίς παραφωνίες και ξεκούρδιστες χορδές, προσπαθεί να βρει μια έξοδο κινδύνου. Η Ίνα Βάις ενδιαφέρεται πιο πολύ για τις πόρτες που ανοίγει η ηρωίδα της, παρά για το θόρυβο που κάνουν τα βήματα της. Ενδιαφέρεται πιο πολύ για τη λεπτή γραμμή πάνω στην οποία ισορροπεί η ηρωίδα της παρά στο κενό που βρίσκεται από κάτω αν τελικά πέσει. Αυτό που ολοκληρώνει είναι μαζί και το πορτρέτο μιας γυναίκας και ένα θρίλερ, σε μια μικρή φιλόδοξη αρμονική συμφωνία που προσπαθεί συγκρατημένα να μην γείρει προς καμία πλευρά.

Στο κέντρο της, η Νίνα Χος δεν επιβεβαιώνει απλά τον τίτλο της σπουδαιότερης σύγχρονης Γερμανίδας ηθοποιού και μια από τις σπουδαιότερες Ευρωπαίες των ημερών μας, αλλά συμπυκνώνει μέσα σε κάθε κίνηση του σώματος της, στις ανεπαίσθητες συσπάσεις του προσώπου της, σε μια μελαγχολία που προσπαθεί να κρύψει πίσω από την αυστηρή εμφάνιση της «καθηγήτριας», όσα δεν καταφέρνει να διαχειριστεί η Ίνα Βάις, η οποία οδηγεί την ταινία και την ηρωίδα της σε ένα (αψυχολόγητο σε σχέση με τη διακριτικότητα όλου του φιλμ) αδιέξοδο στην τελική του πράξη, προκρίνοντας το εύκολο μελόδραμα εκεί όπου για την περισσότερη ώρα εμπιστευόταν τυφλά τον υπαινιγμό.