Ενας άντρας μετά από είκοσι χρόνια στο Παρίσι επιστρέφει στη Μυτιλήνη για να αποδεχτεί την κληρονομιά του πατρικού του σπιτιού. Η επιστροφή του θα συνοδευτεί από συναντήσεις με όσους συγγενείς του είναι ακόμη ζωντανοί και θα ξυπνήσει μνήμες από τη ζωή του εκεί. Η γνωριμία του με την Ελένη, μια νεαρή γυναίκα που εργάζεται στο γηροκομείο όπου φιλοξενείται ο θείος του, θα ανανεώσει τους δεσμούς του με τον τόπο.
Η μόλις τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία του Παπαστάθη είναι αναμφίβολα και η πιο προσωπική. Ο σκηνοθέτης ταξιδεύει σε κάτι που θα μπορούσε να είναι η δική του παιδική ηλικία μέσα από την επιστροφή ενός ήρωα του οποίου το πρόσωπο δεν βλέπουμε σχεδόν ποτέ στον τόπο που τον έφτιαξε.
Η νοσταλγία είναι συχνά ένα επικίνδυνο παιχνίδι για τους Ελληνες σκηνοθέτες, παρασέρνοντάς τους σε εικόνες που μοιάζουν βγαλμένες από την καλογυαλισμένη τελειότητα των τηλεοπτικών διαφημιστικών σποτ. Το «Ταξίδι στην Μυτιλήνη» αποφεύγει ως επί το πλείστον αυτόν το σκόπελο, αλλά δεν κατορθώνει πάντα να ενώσει τη γραμμή των αναμνήσεων και των συναισθημάτων σε ένα κινηματογραφικό αποτέλεσμα που να περιέχει κάτι παραπάνω από αισθήσεις, εικόνες, καλοβαλμένη μελαγχολία.
Σαν ένα οικογενειακό άλμπουμ ανθρώπων που δεν γνωρίζεις (και που η ταινία δεν σου τους συστήνει παρά μόνο επιφανειακά) το ενδιαφέρον για τις φυσιογνωμίες, τις αποσπασματικές ιστορίες τους, τις αναμνήσεις, τη θλίψη τους, ξεκινά περιορισμένο και ξεθωριάζει καθώς περνά η ώρα. Οι σκέψεις του Παπαστάθη για το παρελθόν, τον τόπο καταγωγής, τις μνήμες, τους ήχους, τη ρίζα μας, τις στιγμές που μας δένουν με το παρελθόν και μας καθορίζουν, μπορεί να έχουν συχνά την γλυκύτητα ενός ψιθύρου όμως οι ιδέες της ταινίας αν και γοητευτικές, τρυφερές, ζεστές, στερούνται τον ειρμό μιας αφήγησης που θα τις μεταμόρφωνε σε κάτι περισσότερο από ψήγματα μιας εικόνας που ποτέ δεν εμφανίζεται όπως θα όφειλε ολόκληρη μπροστά μας.