Ο Καναδός Ρίτσαρντ Χάνεϊ επισκέπτεται την Αγγλία. Σε ένα μιούζικ χολ του Λονδίνου, παρακολουθεί μια παράσταση με την επίδειξη ενός παράξενου ανθρώπου, που έχει φωτογραφική μνήμη. Ξαφνικά όμως ακούγονται πυροβολισμοί και επικρατεί πανικός στο θέατρο. Μέσα στην αναστάτωση γνωρίζει μια όμορφη κοπέλα, την Αναμπέλα, η οποία ζητά τη βοήθειά του. Ο Ρίτσαρντ την παίρνει μαζί του στο διαμέρισμά του και εκείνη του αποκαλύπτει ότι είναι κατάσκοπος και έχει ανακαλύψει στοιχεία που θα ξεσκεπάσουν μια μεγάλη υπόθεση κατασκοπίας ενάντια στην Αγγλία. Εκεί του αναφέρει για πρώτη φορά και τα μυστηριώδη «39 σκαλοπάτια». Πριν προλάβει όμως ο Ρίτσαρντ να μάθει περισσότερα, η Αναμπέλα βρίσκεται μαχαιρωμένη στο διαμέρισμά του και ο Ρίτσαρντ φεύγει σαν τον κλέφτη. Αργότερα, μαθαίνει ότι η αστυνομία τον θεωρεί βασικό ύποπτο για τον φόνο της Αναμπέλα και έχει εξαπολύσει κυνηγητό εναντίον του! Ο Ρίτσαρντ, με την αστυνομία στο κατόπι του, παίρνει το τρένο για τη Σκωτία, προσπαθώντας να βρει τον «εγκέφαλο» της κατασκοπικής συνωμοσίας, που σύμφωνα με τα λίγα στοιχεία που έμαθε από την Αναμπέλα, βρίσκεται εκεί. Στη διαδρομή γνωρίζει όμως και μια όμορφη νέα γυναίκα, την Πάμελα, και οι μοίρες τους διασταυρώνονται για πάντα.
Δεν υπάρχει τίποτα περιττό στα «39 Σκαλοπάτια». Από την πρώτη σκηνή του πυροβολισμού στο μιούζικ χολ μέχρι και το συναρπαστικό φινάλε στο θέατρο, ο ρυθμός με τον οποίο τρέχει ο Χίτσκοκ είναι ιλιγγιώδης. Ανακαλύπτοντας το σινεμά από την αρχή, ορίζει ξανά τις έννοιες της οικονομίας, του timing, του σασπένς και του αφηγηματικού μοντάζ, πετάει με θράσος οτιδήποτε άχρηστο μπορεί να εμποδίσει την ιστορία του να αναπτυχθεί και, ανενόχλητος, μεγαλουργεί.
Στην πρώτη του πραγματικά μεγάλη ταινία της βρετανικής του περιόδου, ο Χίτσκοκ είναι φανερό πως ένιωθε για πρώτη φορά κύριος των εκφραστικών του μέσων. Η επιτυχία του «Ανθρώπου που Γνώριζε Πολλά» του 1934 ήταν ικανή για να του επιτρέψει να γυρίσει την επόμενη ταινία του χωρίς κανένα περιορισμό. Ισως γι' αυτό, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, τα «39 Σκαλοπάτια» αναπνέουν τον αέρα μιας ελεύθερίας. Μιας ελευθερίας που ήταν αρκετή για να γεννήσει στην πραγματικότητα τον Χίτσκοκ, όπως θα τον μάθαινε μετά από αυτήν την ταινία ολόκληρος ο πλανήτης, όπως τον γνωρίζουμε μέχρι σήμερα και όπως θα μείνει για πάντα ένας από τους μεγαλύτερους δημιουργούς της έβδομης τέχνης.
Στη δεύτερη ουσιαστικά αποτύπωση του κυρίαρχου θέματος της φιλμογραφίας του – o αθώος άνθρωπος που κατηγορείται άδικα για ένα έγκλημα - μετά τον «Ενοικο» του 1927 (θα επαναλαμβανόταν στo «Νέοι και Αθώοι» του 1937, στο «Foreign Correspondent» του 1940, στο «Saboteur» του 1942, στο «Κυνήγι του Κλέφτη» του 1955, στο «Στη Σκιά των Τεσσάρων Γιγάντων» του 1959, στο «Σκισμένο Παραπέτασμα» του 1966 και στο «Frenzy» του 1972), ο Χίτσκοκ στήνει μια ολόκληρη περιπέτεια πάνω σε μια παρεξήγηση. Και αφήνοντας τους ήρωες του έρμαια ενός παραλογισμού, παίζει ένα παιχνίδι ανάμεσα στο φαίνεσθαι και το είναι που όμοιο του δεν είχε γνωρίσει ο κινηματογράφος μέχρι εκείνη τη στιγμή.
Στην πραγματικότητα, ολα όσα γράφτηκαν ποτέ για το έργο του Χίτσκοκ, τη χρήση της κάμερας του, τις σεναριακές του εμμονές, τις μοιραίες ξανθιές που κινούν τα νήματα, τους ρομαντικούς αντιήρωες που όλοι παρεξηγούν, τον τρόπο με τον οποίο χτίζει το σασπένς του, το McGuffin (τι σημαίνουν τα «39 Σκαλοπάτια»;), την ηδονοβλεψία ως αρχή και τέλος της ερωτικής επιθυμίας, τα φροϋδικά σύμβολα, όλα βρίσκονται εδώ. Σε αυτήν την ιστορία που ο Χίτσκοκ σκηνοθετεί με την ενέργεια ενός δαιμόνιου ντετέκτιβ που πρέπει πάση θυσία να ανακαλύψει την αλήθεια.
Η διαδρομή του είναι άλλοτε αγωνιώδης, άλλοτε αστεία, άλλοτε σκοτεινή, άλλοτε ειρωνική. Πάντοτε όμως συναρπαστική, δομημένη πάνω στις «εναλλαγές» που ο ίδιος λάτρευε (όπως είχε δηλώσει στη διάσημη συνέντευξη του στον Φρανσουά Τριφό) και εκτελεσμένη ταυτόχρονα με την ελαφρότητα ενός pulp αστυνομικού μυθιστορήματος και την βαρύτητητα μιας ανθρώπινης κωμωδίας.
Σκηνοθετώντας πάνω σε ένα τεντωμένο σκοινί μεταμορφώσεων, αποκαλύψεων, ανατροπών και τεχνασμάτων, ο Χίτσκοκ διανύει τη διαδρομή του αθώου ήρωα του βάζοντας στη σειρά κομμάτια μιας βιρτουοζιτέ που όχι μόνο δεν λειτουργεί εις βάρος της αφήγησης, αλλά δείχνει μια για πάντα πως πρέπει να λέγεται μια ιστορία. Προσφέροντας με γενναιωδορία σε οποιαδήποτε αστυνομική ιστορία γυρίστηκε μετά από τα «39 Σκαλοπάτια» όλους τους κώδικες που τελικά λίγοι κατάφεραν να αποκωδικοποιήσουν στα χρόνια που ακολούθησαν.
Αρκεί κανείς να αναλογιστεί πως κάθε σκηνή αυτής της ταινίας είναι εν δυνάμει κλασική, με εξέχουσες αυτή του ηχητικού μοντάζ ανάμεσα στη στριγκλιά μιας γυναίκας και ενός τρένου που σφυρίζει, της συνάντησης του ήρωα με τον «ευνουχισμένο» στα δάχτυλα αρχηγό των κατασκόπων, τη σεξουαλική έλξη των δύο αγνώστων που βρίσκονται αναγκαστικά δεμένοι με το ίδιο ζευγάρι χειροπέδες.
Σε μια πρώιμη αλλά τόσο ολοκληρωμένη αποθέωση των εμμονών του Χίτσκοκ με το ψέμα, την αλήθεια και την θέση των ανθρώπων – ηθοποιών μέσα στη μεγάλη σκηνή της ζωής, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι τα «39 Σκαλοπάτια» ξεκινούν με μια κουρτίνα θεάτρου που ανοίγει και τελειώνουν με μια θεατρική αυλαία που πέφτει.
Ο,τι υπάρχει ανάμεσα είναι αγνό, καθαρό, απολαυστικό, μεγαλειωδες ΣΙΝΕΜΑ!