Στην αρχή έμοιαζε με ευκαιρία… μετά έγινε προδοσία. Eχουν περάσει 21 χρόνια. Πολλά έχουν αλλάξει. Ο Μαρκ Ρέντον επιστρέφει στο μοναδικό μέρος που μπορεί να αποκαλεί σπίτι. Εκεί τον περιμένουν όλοι: ο Σπαντ, ο Sick Boy και ο Μπέγκμπι. Αλλά όχι μόνο αυτοί. Τον υποδέχονται η λύπη, η απώλεια, η χαρά, η εκδίκηση, το μίσος, η φιλία, η αγάπη, η επιθυμία, ο φόβος, η μετάνοια, η ηρωίνη, η αυτοκαταστροφή, ο θανάσιμος κίνδυνος. Ολα έχουν παραταχθεί για να τον καλωσορίσουν.

«Είσαι απλώς τουρίστας στην ίδια σου τη νιότη», λέει κάποια στιγμή στο «Τ2 Trainspotting» ο Sick Boy (ή τώρα πια Σάιμον) στον Ρέντον, ο οποίος επιστρέφει είκοσι χρόνια αφότου εγκατέλειψε τους φίλους του στην ζάλη του high τους παίρνοντας μαζί του και 16 χιλιάδες λίρες που υποτίθεται θα μοιραζόντουσαν.

Αυτό που θέλει να βρει γυρίζοντας πίσω, είναι το ίδιο ομιχλώδες όσο και τα κίνητρα πίσω από την ίδια την ταινία που σε κάνουν –αν είχες δει το πρωτότυπο στην εποχή του- να νιώθεις συχνά ακριβώς το ίδιο συναίσθημα: τουρίστας στην δική σου νιότη.

Εν τούτοις δεν μπορείς να αρνηθείς ότι ακόμη κι αν μοιάζει ελαφρώς παλιομοδίτικη η ενέργεια, το χιούμορ, η κριτική σε μια κοινωνία που ασθενεί, έχει ακόμη γοητεία και λόγο ύπαρξης 20 χρόνια μετά, ακόμη κι αν η δικαιολογημένη οργή του πρώτου φιλμ μοιάζει εδώ να υποφέρει από κρίση μέσης ηλικίας.

O «chose life» μονόλογος ταιριάζει γάντια κι εδώ, μόνο που βρίσκει καινούριους στόχους, κυρίως την κενή κουλτούρα των social media, την επιφανειακή πραγματικότητα της επαφής μέσω τεχνολογικών βοηθημάτων, την αρένα των media. Στόχοι απόλυτα δόκιμοι, μα όχι κι απαραίτητα αρκετοί στην Βρετανία του Brexit, στην Ευρώπη της προσφυγικής και οικονομικής κρίσης, στον κόσμο του Τραμπ.

Το «Τ2» μοιάζει να ομφαλοσκοπεί λίγο περισσότερο τους ήρωές του απ’ όσο θα χρειαζόταν αφού όσο κι αν χαιρόμαστε αληθινά για την δεύτερη ευκαιρία να συναντήσουμε την παρέα που αγαπήσαμε, θα θέλαμε κάτι παραπάνω από μια ταινία που στην πρώτη της φορά σημάδεψε μια ολόκληρη γενιά.

Η ταινία του Ντάνι Μπόιλ δεν μοιάζει σε καμμιά περίπτωση όμως σαν μια απόπειρα εκμετάλλευσης ενός brand name, όσο κι αν μοιάζει με σίγουρο εμπορικό στοίχημα, μπορείς εύκολα να καταλάβεις ότι οι λόγοι που έκαναν τους ανθρώπους πίσω από την ταινία να συναντηθούν ξανά, είναι ως επί το πλείστον απόλυτα ειλικρινείς.

Ποτέ μην υποτιμήσετε την δύναμη της νοσταλγίας και την τάση του μυαλού και της καρδιάς να κοιτάζουν πίσω και κάπως έτσι αυτή η συνέχεια στο «Trainspotting» έχει αναμφίβολα λόγο ύπαρξης. Ακόμη κι αν η γεμάτη ενέργεια σκηνοθεσία του Ντάνι Μπόιλ δεν της ταιριάζει πλέον όσο θα έπρεπε, ακόμη κι αν δεν έχει να πει πολλά σε μια μια νέα γενιά θεατών, ακόμη κι αν η δίνη του «περιθωρίου» είναι πολύ πιο κοντά σε όλους μας στις συνθήκες της νέας –οικονομικής- εποχής.

Ακόμη κι έτσι όμως το φιλμ έχει την αμήχανη γλύκα ενός reunion με τους παλιούς σου συμμαθητές, ένα μείγμα τρυφερότητας, αγάπης, χαράς, απογοήτευσης και πίκρας κι αφήνει την ίδια αίσθηση όταν τελειώνει με αυτή που έχεις γυρίζοντας σπίτι μετά από ένα βράδι με ανθρώπους που κάποτε ήξερες καλά μα που μετά από είκοσι χρόνια δεν είσαι σίγουρος αν εκείνη η ζωή σου έχει πλέον σημασία...