Μια νεαρή γυναίκα από το Μόντρεαλ, δίχως φίλο, δίχως δεσμέυσεις, δίχως δουλειά, αποφασίζει να ανταλλάξει το σπίτι της μέσω ενός site, του switch.com, και να ζήσει την περιπέτεια για ένα μήνα στο Παρίσι, σε ένα θαυμάσιο διαμέρισμα με θέα τον πύργο του Αϊφελ. Το πρώτο της βράδυ, στην πόλη του φωτός είναι ειδυλιακό, μόνο που το επόμενο πρωί, θα την ξυπνήσει η αστυνομία. Ενα αποκεφαλισμένο πτώμα έχει βρεθεί στο διπλανό της διαμέρισμα και όλοι την θεωρούν ύποπτη.
Είναι φανερό πως ο Φεντερίκ Σεντορφέρ κάνει στο «Switch» τα πάντα για να τιμήσει τη φήμη που έχει στη Γαλλία ως ένας από τους καλύτερους σκηνοθέτες στο είδος του αστυνομικού φιλμ (ο υπόλοιπος πλανήτης τον θυμάται μόνο από τους «Κατασκόπους» με την Μόνικα Μπελούτσι και τον Βενσάν Κασέλ). Η σκηνοθεσία του είναι καθαρή, σε στιγμές συναρπαστική και μέσα της μπορείς να ανακαλύψεις αναφορές που φτάνουν από τον Μελβίλ μέχρι τον Χίτσκοκ και από την τριλογία του «Μπορν» μέχρι τον Στίβεν Σόντερμπεργκ σε μια μείξη που και να μην θέλει σε κρατάει για ώρα καρφωμένο στο κάθισμα σου.
Ο τρόπος με τον οποίο χτίζει το σασπένς του είναι υποδειγματικός, η ατμόσφαιρα του είναι φωτεινή και γι'αυτό πιο ανησυχητική και η μοιρασιά των αργών ρυθμών με την καταιγιστική δράση λειτουργεί, τουλάχιστον για το πρώτο μέρος του φιλμ, σαν επιβεβαίωση πως όταν οι Γάλλοι αποφασίζουν πως θα κάνουν μια αστυνομική ταινία ξέρουν πολύ καλά το σωστό τρόπο για να μην προδώσουν πρώτα τον εαυτό τους και μετά τον θεατή.
Και η αλήθεια είναι πως μπορείς να παραβλέψεις πολλές από τις αναληθοφάνειες του σεναρίου που συνυπογράφει ο Ζαν Κριστόφ Γκρανζέ («Πορφυρά Ποτάμια») μπροστά σε μια διπλή πηγή αγωνίας που από τη μία ενδιαφέρεται για την αστυνομική ίντριγκα («ποιος το έκανε;») και από την άλλη διαθέτει μια γυναίκα – φυγά που θα έκανε ακόμη και τον Χάρισον Φορντ να υποκλιθεί στην αντοχή και εφευρετικότητά της.
Στην πρώτη της γαλλική ταινία, η Καναδή Καρίν Βανάς αποδεικνύεται μιας πρώτης τάξεως action woman και με αντίβαρο το γήινο δυναμισμό του Ερίκ Καντονά φτιάχνουν μαζί ένα ακαταμάχητο δίδυμο που θες με κάθε τρόπο να δικαιωθεί. Για πολλή ώρα, η σχέση που θα αναπτύξουν μεταξύ τους (κάτι ανάμεσα σε πατέρας – κόρη και θύμα – θύτης συν μια ιδέα λανθάνων ερωτισμού) είναι τόσο δυνατή που σε κάνει να ξεχνάς πως η ψυχολογία των χαρακτήρων σε αυτήν την ταινία έχει υποχωρήσει προ πολλού κάτω από το βάρος των ραγδαίων εξελίξεων.
Και δεν θα ζητούσες τίποτα περισσότερο για να μείνεις ευχαριστημένος από ένα ικανοποιητικό φινάλε που να κλείσει την ιστορία και να σε κάνει να σκεφτείς διπλά την επόμενη φορά που θα δώσεις τα στοιχεία σου, χωρίς διπλοτσεκάρισμα, στο internet.
Πως, όμως, να συγχωρέσεις σε μια ταινία με τόσες αρετές το γεγονός πως εμπιστεύεται ένα σενάριο που από την υπερβολική του σοβαροφάνεια καταλήγει να είναι απλά...γελοίο; Και πως να μην αδιαφορήσεις παντελώς για οτιδήποτε θα είναι η λύση αυτού του φαινομενικά άλυτου μυστηρίου, όταν σεναριογράφος και σκηνοθέτης αποφασίζουν λίγο πριν το τέλος να παραδοθούν σε ένα ανώφελο και ανόητο twist που διαλύει εκ των ων συνετέθη όλο το προηγούμενο φιλμ;
Στο τέλος, το μόνο που μένει είναι μια υπόσχεση για ένα φιλμ που τελικά δεν γυρίστηκε ποτέ, μια σκηνή κυνηγητού μέσα σε σπίτια, αυλές και φράχτες γυρισμένη με απίστευτη μαεστρία και η επιβεβαίωση πως αν κάποιος πρέπει να αναζητήσει την πραγματική του ταυτότητα, περισσότερο και από την ηρωίδα αυτής της ιστορίας, είναι το ίδιο το φιλμ του Σεντορφέρ.