H 30χρονη Σύλβια, διάσημη από τα social media Πολωνή γυμνάστρια, μοιάζει να τα έχει όλα. Επιτυχημένη influencer με 600.000 followers, πληρώνεται αδρά από χορηγούς για να προωθεί τα προϊόντα τους με συνεχή βίντεο ασκήσεων και διατροφής από την καθημερινότητά της – στα εμπορικά κέντρα να ξεσηκώνει τον κόσμο σε ιδρωμένα work outs, στο μοντέρνο διαμέρισμά της να ετοιμάζει smoothies, στο ακριβό αυτοκίνητό της να δίνει συμβουλές οδηγώντας, ακόμα και μέσα στην ντουλάπα με τα designer ρούχα της. Το κινητό της είναι η προέκταση του άψογου μανικιούρ της και το record είναι σχεδόν πάντα on selfie mode. Οταν όμως αποφασίζει να μαγνητοσκοπήσει ένα βίντεο όπου τσαλακώνεται και ομολογεί την μοναξιά της, οι σπόνσορες αγανακτούν. Κι αυτό γίνεται η αφορμή να ραγίσει το γυαλί του smart phone της και να αναγκαστεί να κοιτάξει τη ζωή και τον αντικατοπτρισμό της κατάματα. Τόση αγάπη και καμία οικειότητα. Τόσοι φανς και κανένανς φίλος. Ολοι την ξέρουν και κανένας πραγματικά. Εκείνη μοιράζεται κάθε λεπτομέρεια της ζωής της και κανείς δεν την περιμένει όταν γυρίζει σπίτι. Ολοι την ποθούν, αλλά κανείς δεν την πλησιάζει. Παρά ένας μοναχικός, θλιβερός stalker που παρκάρει κάθε μέρα κάτω από το σπίτι της...

Ο Σουηδός σκηνοθέτης Μάγκνους Φον Χορν επιστρέφει, πέντε χρόνια μετά το εντυπωσιακό του ντεμπούτο «The Here After» (Δεκαπενθήμερο Σκηνοθετών, Κάννες 2015) με μία γυαλιστερή, πολύχρωμη, γεμάτη ενέργεια απεικόνιση του σύγχρονου insta κόσμου μας, που σταδιακά μετατρέπεται σε ένα πορτρέτο πολύ πιο σύνθετο, ευάλωττο, σκοτεινό.

Ποτέ όμως επικριτικό ή κυνικό. Θα ήταν πολύ εύκολο να παρουσιάσει κανείς πόσο ρηχή κι επιφανειακή είναι η ζωή μίας influencer. Το εντυπωσιακό εδώ όμως, τόσο στο σενάριο όσο και στο σκηνοθετικό στήσιμο του Φαν Χορν, είναι ότι δεν κατακρίνει την ηρωίδα του, ούτε την αποτυπώνει με φθηνό μισογυνισμό, ως barbie-καρικατούρα. Αντιθέτως. Η Σύλβια προτρέπει τον κόσμο να γυμνάζεται, αλλά ταυτόχρονα να αποδέχεται το σώμα του – όποιο κι αν είναι αυτό. Μοιάζει να συνδέεται ειλικρινά με τους θαυμαστές της – το χαμόγελό της δεν σβήνει, η αγκαλιά της είναι ανοιχτή κι η ευγένειά της ζεστή και παρούσα. Είναι τρυφερή με το σκύλο της, δεικτική με τους σπόνσορές της αν δεν της παρέχουν οικολογικά προϊόντα, αυστηρή και πειθαρχημένη με τον εαυτό της. Πάνω από όλα ο Φαν Χορν της το αναγνωρίζει: έχυσε ιδρώτα για να γίνει επιτυχημένη επαγγελματίας. Είναι business woman και τα κατάφερε μόνη της.

Αυτή που δεν της αναγνωρίζει τίποτα είναι η μητέρα της. Σε μία σεκάνς γενεθλίων, ο Φαν Χορν μάς υποψιάζει από που προκύπτει ο ναρκισσιμός της ηρωίδας - γιατί νιώθει την ανάγκη συνεχώς να την κοιτούν και τους λόγους που έχει επιτρέψει σ' έναν αλγόριθμο στα σόσιαλ να καθορίζει την αυτοεκτίμησή της. Γιατί κανείς δεν την βλέπει σπίτι της. Οσο κι αν προσπαθεί να τα κάνει όλα τέλεια, η ανικανοποίητη μητέρα της βρίσκει πάντα τη ρωγμή, το λάθος. Δεν την εντυπωσιάζει η επιτυχία της κόρης της, την υποβιβάζει, την αγνοεί, μπορεί και να τη ζηλεύει. Κι η Σύλβια περιφέρει το τραύμα της προσπαθώντας ακόμα πιο σκληρά. Ισως αν φτάσει το τέλειο, να αγαπηθεί.

Με τη βοήθεια του διευθυντή φωτογραφίας του Μισάλ Ντίμεκ, ο οποίος επί το πλείστον κινηματογραφεί την ηρωίδα με κάμερα στο χέρι, σε μία σχεδόν ντοκιμαντερίστικη απεικόνιση της πραγματικότητάς της, ο Φαν Χορν είτε την κρατά σε απόσταση για να επικοινωνήσει την μοναξιά της, είτε από πίσω για να ενισχύσει πόσο επικίνδυνο είναι «να σε ακολουθούν» (το κάνουν μόνο στο Instagram;), είτε σφίγγει τα κοντινά στο πρόσωπό της, γνωρίζοντας ότι η πρωταγωνίστριά του μπορεί εξαιρετικά να επικοινωνήσει την εύθραυστη μελαγχολία, την απόγνωση, αλλά και τη δύναμη της Σύλβια. Μιας κοπέλας που χαμογελά και τα μάτια της κλαίνε. Μιας γυμνάστριας που έχει χτίσει σώμα, ενώ μέσα της νιώθει κομμάτια. Μιας αστραφτερής media περσόνα, που οι άντρες θέλουν να την κοιτούν και να αυτοϊκανοποιούνται, όχι να την συντροφεύσουν. Μήπως τελικά η ζωή της είναι μία θλιβερή διαστροφή, όπως κι αυτή του stalker της;

Η θεατρική Μαγκνταλένα Κολέσνικ, στον πρώτο πρωταγωνιστικό της ρόλο στο σινεμά, είναι πράγματι μια αποκάλυψη. Αφιλτράριστα λαμπερή, με ενέργεια πρωτεϊνούχας μπάρας και αψεγάδιαστη παρουσία, δικαίως σαγηνεύει τον ερωτευμένο μαζί της φακό και κλέβει τα φώτα – όπως θα έκανε μία πραγματική star influencer. Η προετοιμασία για το ρόλο ενίσχυσε το σώμα της με αβίαστη δύναμη και φυσική κίνηση – πιστεύεις ότι έχεις μπροστά σου μία γυμνάστρια. Ολα αυτά όμως αποτελούν μόνο το πλαίσιο στην ερμηνεία της. Η Κολέσνικ παίζει με το εκφραστικό της πρόσωπο, με βλέμματα που επιτρέπουν να τρυπώσουμε στην ανησυχία, την απογοήτευση, το φόβο, το θυμό της. Εκείνη δίνει ανθρωπιά στην κούκλα. Τρεις διαστάσεις στη γυάλινη επιφάνεια της εικόνας της. Εκείνη εμπνέει την κατανόηση, την ενσυναίσθηση, ακόμα και τις τύψεις μας: ούτε εμείς είμαστε αθώοι.

Κρίνουμε επιφανειακά τους ανθρώπους με εύκολα likes – υποτιμούμε την ύπαρξή τους με αβίαστα scroll down. Κανείς δεν σταματά να χαζεύει στον κινητό του για να κοιτάξει τον άλλον πραγματικά. Κανενός αυτί δεν ιδρώνει για να ακούσει την αλήθεια του.