Στην αγγλική επαρχία του '40, ο playboy Τζόνι Εϊσγκαρθ αποτελεί γοητευτικό μυστήριο: όλα τα κορίτσια τον θέλουν, όλοι οι γονείς τον τρέμουν. Που βρίσκει τα χρήματα για τα τόσα ταξίδια, ρούχα, σπίτια; Στο τρένο γνωρίζει τη Λίνα, μία άβγαλτη, σοβαρή, ντροπαλή κληρονόμο. Ο Τζόνι την πολιορκεί, την απελευθερώνει από τους φόβους και τα ταμπού της, την κλέβει και την παντρεύεται. Αμέσως μετά τον μήνα του μέλιτος όμως εκείνη ανακαλύπτει ότι είναι απένταρος, ψεύτης και τζογαδόρος. Δανείζεται χρήματα και χρωστάει παντού. Πουλάει τις αντίκες της οικογένειάς της και παίζει στον ιππόδρομο. Οσο τα ψέματά του πληθαίνουν, οι υποψίες της Λίνα φουντώνουν. Μέχρι που συνειδητοποιεί ότι για τον πνιγμένο από τα χρέη Τζόνι, ο θάνατός της θα ήταν η λύση: θα εισέπραττε τη γενναιόδωρη ασφάλεια ζωής που της είχε κάνει ο πατέρας της. Είναι ο μεγάλος έρωτας της ζωής της ένας δολοφόνος;
Ακόμα και στην πρώιμη εποχή του, ο Αλφρεντ Χίτσκοκ δεν ενδιαφερόταν ποτέ για την «macguffin» επιφάνεια των θρίλερ του. Αντιθέτως, διασκέδαζε πολύ να παγιδεύει το κοινό σε αυτό το παιχνίδι γάτας-ποντικού (είναι ο Τζόνι δολοφόνος ή όχι), ενώ ξεφλούδιζε σαδιστικά τις επιδερμίδες μίας υποκριτικής μπουρζουαζίας που ήθελε με αυτό το ψυχογράφημα να σκιαγραφήσει.
Τι σήμαινε «καλή ανατροφή», «προίκα», «ένας καλός γάμος» για τις εγκλωβισμένες στον στενό κορσέ τους, και την ακόμα πιο ασφυκτική πατριαρχία, γυναίκες της εποχής; Ποιοι ήταν οι «καλοί γαμπροί» και ποιοι οι «διαβόητοι εργένηδες»; Τι έκανε έναν άντρα επιτυχημένο σύζυγο και τι προικοθήρα απατεώνα; Και πότε μια κόρη θα ήταν ευτυχισμένη: αν ακολουθούσε τις επιταγές της μικροκοινωνίας της ή την καρδιά της;
Παίζοντας με ψυχαναλυτικά σύμβολα (κάτι που αναπτύσσει τολμηρά λίγα χρόνια μετά στο «Spellbound» και τελειοποιεί αρκετά αργότερα με το «Vertigo»), o Χίτσκοκ περιπαίζει τα στερεότυπα της «καλής κοπέλας» και του «γοητευτικού αλήτη», υφαίνοντας στη δράση συνεχείς ανατροπές στη λογική και τις προσδοκίες μας. Τα σύμβολα όμως τον ενδιαφέρουν. Σε μία χαρακτηριστική σκηνή, το πρωταγωνιστικό ζευγάρι μοιάζει να παλεύει στην κορυφή ενός λόφου, με τον αέρα να φυσάει σχεδόν απειλητικά. Στην ουσία ο καθωσπρεπισμός της Λίνα, μάχεται, αντιστέκεται στην ερωτική της διέγερση - έναν άνεμο που κανείς δεν μπορεί να σταματήσει. Ο Τζόνι επιχειρεί να την αγκαλιάσει, αλλά ο Χίτσκοκ το σκηνοθετεί ως επίθεση. Χαρακτηριστικό ότι μοιάζει σαν να της αρπάζει την τσάντα - κάτι που κάποιος θα ερμήνευε ως απόπειρα κλοπής, αλλά στην ψυχανάλυση η τσάντα της γυναίκας είναι το αιδοίο της.
Οχι ότι ο Χίτσκοκ περίμενε από το κοινό των 40ς να κατανοήσει όλες τις πτυχές του έργου του. Διασκέδαζε ιδιαίτερα με το να το παρασύρει στο πρώτο επίπεδο του θρίλερ - άλλωστε και το κοινό αποτελούσε κομμάτι όσων κακών ήθελε ο ίδιος να σατιρίσει. Οταν ο Τζόνι χαλάει τα μαλλιά της Λίνα, όσο της φτιάχνει ένα αστείο κοτσιδάκι στην κορυφή του κεφαλιού της, το κοινό γελάει. Στην ουσία όμως, ο εραστής απελευθερώνει τη γυναίκα από το σφιχτό της κότσο και περιπαίζει την καλοχτενισμένη εικόνα που της επιβάλλεται.
Τίποτα δε θα λειτουργούσε, αν στους πρωταγωνιστικούς ρόλους δεν επέλεγε τον Κάρι Γκραντ και την Τζόαν Φοντέιν (η οποία κέρδισε και το Οσκαρ Α' Γυναικείου με αυτό το ρόλο). Ο Γκραντ φορούσε στο τσεπάκι του μία αβίαστα αρρενωπή γοητεία, που πάντα ακροβατούσε ανάμεσα στη σλάπστικ κωμωδία, την αποπλάνηση και το αληθινό συναίσθημα. Η Φοντέιν από την άλλη έπαιζε με το αλαβάστρινό της πρόσωπο ως καμβά εκφραστικότητας- να κουβαλά μία εγγενή αθωότητα, που τη σιγόβραζε και την έλιωνε η ερωτική επιθυμία.
Το βεβιασμένο τέλος της ταινίας (επιταγή του στούντιο της RKO) είναι κι ο λόγος που οι «Υποψίες» δεν έχουν μείνει στην ιστορία ως ένα ακόμα χιτσκοκικό αριστούργημα. Πολλά επίσης από τα σεναριακά ευρήματα μπορεί να φανούν στο σημερινό κοινό ως κλισέ. Ομως το 1941, ο μάστερ της πολιτικής ανορθότητας κατασκεύασε μια ταινία πολύ μπροστά από την εποχή της. Μια παγίδα στην μεσοαστική Βρετανία που την καυτηρίαζε και την καταδίκαζε - πέραν πάσης... υποψίας.