Η Τζέιν, μία μοναχική γραμματέας από το Οχάιο, σε λίγα χρόνια γίνεται 50 χρονών. Αποφασίζει να σταματήσει να περιμένει κι επιτέλους να ζήσει. Αυτό το ταξίδι το ονειρευόταν χρόνια. Θα έρθει ένα καλοκαίρι στη Βενετία - θα ρουφήξει όλη την ομορφιά, την τέχνη, τον ρομαντισμό της γραφικής πόλης. Θα καταγράψει εικόνες, συναισθήματα κι εμπειρίες με την κάμερά της. Θα περιπλανθεί στα κανάλια και τις πλατείες, τις γέφυρες και τα δρομάκια, τις εκκλησίες και τα palazzi κι όλα θα τις αρέσουν «γιατί τα περίμενε πάρα πολλά χρόνια». Οχι, η Τζέιν δεν έχει σταματήσει να περιμένει. «Ενα θαύμα...» όπως το ψιθυρίζει. Για αυτό κι όταν συναντά τον Ρενάτο, τον γοητευτικό ιδιοκτήτη παλαιοπωλείου, ο οποίος κρύβει τη βέρα και τις προθέσεις του, τον ερωτεύεται. Ακόμα κι αν σαν περήφανη, ανεξάρτητη γυναίκα αρχικά διστάζει κι αντιστέκεται στο να αφήσει πίσω την οικειότητα των χρόνων μοναξιάς της.

Ο Ντέιβιντ Λιν μπορεί να έμεινε στην ιστορία για τα εμβληματικά επικά του δράματα («Ο Λόρενς της Αραβίας», «Δρ. Ζιβάγκο», «Η Γέφυρα του Ποταμού Κβάι», «Το Πέρασμα στην Ινδία»), όμως υπάρχουν κι αρκετοί φανατικοί φίλοι (ανάμεσά τους κι εμείς) των «μικρότερων» ταινιών του. Η «Σύντομη Συνάντηση» (1945), για παράδειγμα, είναι μία σπουδή στον ανεκπλήρωτο έρωτα και τη ζωή που δεν έζησες - σαν τα τραίνα που χάνεις στους σταθμούς της ζωής σου. Δέκα χρόνια μετά από αυτό το αριστούργημα, ο Λιν επιστρέφει στο ίδιο θέμα με το «Διακοπές στη Βενετία».

Κι αν στη «Σύντομη Συνάντηση» ο Λιν εξετάζει πώς μια γυναίκα παγιδεύτηκε στην κοινωνική σύμβαση ενός γάμου κι έχασε την ευκαιρία της στο όνειρο, εδώ ο βρετανός σκηνοθέτης ξεκινά από την απέναντι αφετηρία. Η γυναίκα δεν παντρεύτηκε ποτέ. Περήφανη, πεισματάρα, περίμενε τη ζωή να της φέρει το όνειρό της. Κι έμεινε μόνη. Περιμένοντας τον έρωτα να είναι στα μέτρα και τα σταθμά των προσδοκιών και της φαντασίας της, δεν τον βρήκε ποτέ. Γιατί τίποτα δεν μπορεί να είναι αντάξιο αυτής της φαντασίωσης. Ούτε ένα ταξίδι στη Βενετία.

Για χρόνια, κοινό και κριτικοί χαρακτηρίζουν αυτή την ταινία του Λιν ως χαμένη ευκαιρία μέσα στην αριστουργηματική του φιλμογραφία. Βρήκαν την ηρωίδα παράξενη, την ιστορία της γραφική και κλισέ, το ρομάντζο όχι ιδιαιτέρως παθιασμένο για τα κινηματογραφικά πρότυπα. Μήπως όμως εμείς (σύμφωνα με τις προσδοκίες και τη φαντασία μας) θεωρήσαμε ότι η ταινία ήθελε να μας αφηγηθεί έναν μεγάλο κινηματογραφικό έρωτα; Οτι θα κάτσουμε στο θερινό μας σινεμά και θα πλημμυρίσουμε από μία τρυφερή, γλυκιά αίσθηση απόδρασης μίας τουριστικής καλοκαιρινής περιπέτειας στις ζωές των, πιο ευτυχισμένων, άλλων;

Ο Λιν μπορεί να μην είχε κάτι τέτοιο στο μυαλό του. Διασκευάζοντας το θεατρικό έργο «The Time of the Cuckoo» του Αρθουρ Λόρεντς στήνει μία παραβολή της ίδιας της ζωής και πώς αυτή γλιστρά και χάνεται - σαν ένα ηλιοβασίλεμα στην Piazza San Marco. Η Βενετία λειτουργεί ως σκηνικό κι ως σύμβολο: βγάζεις εισιτήριο κι επισκέπτεσαι το όνειρό σου, με χάρτη, οδηγό και φωτογραφική μηχανή. Πόσο εύκολα όμως μπορείς στ' αλήθεια να ζήσεις το όνειρό σου;

Με τη βοήθεια του εξαιρετικού διευθυντή φωτογραφίας Τζακ Χίλντγιαρντ, ο Λιν καταγράφει το μεγαλείο της Βενετίας σε technicolor, με τρόπο που η ομορφιά σου κόβει την ανάσα, ο φακός χάνεται υπνωτισμένος στο λαβύρινθο της πόλης κι όπως και η ηρωίδα του δεν ξέρει που να πρωτοκοιτάξει. Υπάρχει όμως κάτι σκοτεινό στον τρόπο που ο Βρετανός σκηνοθέτης αποτυπώνει την Κάθριν Χέπμπορν απέναντι στη θέα των τοπίων. Και η συγκλονιστική ηθοποιός ξέρει ακριβώς πώς να το εκφράσει μέσα από τις σιωπές και τα μεγάλα υγρά της μάτια: ενθουσιασμός που αμέσως, την επόμενη στιγμή, μετατρέπεται σε μελαγχολία. Γιατί υπάρχει κάτι αβάσταχτα πικρό όταν αντικρίζεις την ομορφιά του κόσμου, μόνος σου.

Ο «έρωτας» που ζει η Τζέιν στη Βενετία δεν είναι η ταινία. Είναι το (σχεδόν κυνικό) ξύπνημα μέσα στο όνειρο μιας ταινίας ή και της ίδια της ζωής. Μία γυναίκα βλέπει για πρώτη φορά ξεκάθαρα τις επιλογές και τις αποφάσεις της. Αυτός ο έρωτας δεν είναι αυτό που ονειρευόταν ή ενέκρινε, δε θα έχει χάπι εντ, δεν θα έχει μέλλον (ο ιταλός γόης είναι κι ο ίδιος παγιδευμένος στις δικές του συμβάσεις). Ομως, στο μέλλον, θα μπορεί να κοιτάξει πίσω - πέρα από τα άλμπουμ των φωτογραφιών, τα σουβενίρ και τις καρτ ποστάλ της και να θυμάται ότι, τουλάχιστον, τον έζησε.