To σινεμά του Τσάι Μινγκ-Λιάνγκ μοιάζει με ένα συνδυασμό ακραίου νεορεαλισμού πακεταρισμένου στην πιο επιτηδευμένη αρχιτεκτονική φόρμα που έχετε δει ποτέ.
Εικόνες απίστευτου νατουραλισμού γίνονται το κέντρο παράδοξων γωνιών λήψης που παραμορφώνουν την πραγματικότητα καθώς οι εξαντλητικά αργοί ρυθμοί και η εμμονή πάνω στα πρόσωπα των ηρώων και την σωματική τους κατάσταση ολοκληρώνουν ένα οικοδόμημα ποιητικού σινεμά μόνο για δυνατούς λύτες.
Το σινεμά του Τσάι Μινγκ-Λιάνγκ είναι, όμως, περισσότερο απ' όλα τα παραπάνω, εξοντωτικό.
Και τα «Αδέσποτα Σκυλιά» τον βρίσκει ναι μεν απόλυτα συνεπή σε όλο το προηγούμενο έργο του («I Don't Want to Sleep Alone», «The Wayward Cloud», «The Hole»), εδώ με την ιστορία ενός πατέρα και των δυο παιδιών του, άστεγων και εξαθλιωμένων στην Ταϊβάν του σήμερα, αλλά και πιο βασανιστικό κυριολεκτικά απο ποτέ.
Ολη η ταινία είναι δομημένη πάνω σε πλάνα σεκάνς που διαρκούν από λίγα μέχρι πολλά (αλλά όταν λέμε πολλά ενοούμε πολλά) λεπτά το καθένα, μέσα στα οποία ο Τσάι Μινγκ-Λιάνγκ αρχίζει να ξεδιπλώνει την καθημερινότητα δύο μικρών παιδιών που περιφέρονται στα σούπερ μάρκετ της Ταιπέι περιμένοντας τον πατέρα τους να επιστρέψει από την δουλειά του που είναι να κρατάει όρθιος όλη μέρα διαφημιστικά πλακάτ στη μέση των λεωφόρων της πόλης.
Πολύ νωρίς στην ταινία (ό,τι σημαίνει αυτό σε μια ταινία του Τσάι Μινγκ-Λιάνγκ – μην ξεχνιόμαστε), η απελπισία του πατέρα θα γίνει εμφανής καθώς στέκεται μέσα στη βροχή κρατώντας στωικά (σαν σταυρό;) το διαφημιστικό πλακάτ του και τραγουδάει ένα παραδοσιακό τραγούδι δακρύζοντας από απόλυτη δυστυχία. Λίγο αργότερα, μια γυναίκα – επίσης άστεγη – που δουλεύει στο σούπερ μάρκετ θα αντιληφθεί την παρουσία της μικρής κόρης του και θα την φροντίσει λούζοντάς της τα μαλλιά και προσφέροντας της ένα μητρικό χάδι.
Ναι, με τα δικά του μέτρα και σταθμά – αυτά μιας απόλυτα στατικής κινηματογράφησης που περιγράφεται πιο εύκολα με όρους αρχιτεκτονικής και... ζαρζαβατικών (η σκηνή με το λάχανο θα μπορούσε να ανήκει σε μια ανθολογία), η καταγραφή μιας φτωχής και εξαθλιωμένης μερίδας απόκληρων πολιτών στο κέντρο μιας σύγχρονης μητρόπολης είναι συγκλονιστική καθώς στο γνωστό του ύφος ο Τσάι Μιγνκ Λιάνγκ αφήνει την κάμερα να αναλύσει το παραμικρό βλέμμα και την πιο ανεπαίσθητη αγωνιώδη κίνησή τους προς μια απέλπιδα επιβίωση, ισοπεδώνοντας λες κάθε άλλο σύγχρονο σχόλιο πάνω στην ανεργία, τη φτώχεια και το τελος του Δυτικού Πολιτισμού οπως τον ξέραμε.
Αυτό, ωστόσο, δεν κάνει τα «Αδέσποτα Σκυλιά» τίποτα περισσότερο από μια ερμητική – στα όρια του hardcore art house σινεμά - κινηματογραφική εμπειρία που παρακολουθείς μόνο από περιέργεια καθώς σε ελλειπτική μορφή και με τη μία ακατανόητη σκηνή να διαδέχεται την άλλη - αποκαλύπτεται στο δεύτερο μισό της ταινίας τι οδήγησε αυτήν την οικογένεια στο... δρόμο και ποιο μπορεί να είναι το μέλλον της.
Πράγμα που τελικά καταλαβαίνεις ότι ενδιαφέρει σαφώς λιγότερο τον Τσάι Μινγκ-Λιάνγκ από το πώς θα τοποθετήσει τους ήρωές του μέσα σε ένα αρχιτεκτονικό άκρως επιτηδευμένο οικοδόμημα «πανέμορφης» δυστυχίας (;) και στη συνέχεια θα αποτραβηχτεί για να τους κινηματογραφήσει, ξεχνώντας έννοιες όπως ο χρόνος, η αφήγηση, η λογική συνέχεια, δυστυχώς και το όποιο σημείο ταύτισης με τον θεατή.