H Κλαούντια, ώριμη καθηγήτρια πανεπιστημίου στη Ρώμη, προσπαθεί ανεπιτυχώς να ξεπεράσει τον χωρισμό της με τον συνάδελφό της Φλάβιο μετά από μια επταετή τρικυμιώδη σχέση που έφτασε και τους δύο στα όριά τους. Παθαίνει εμμονοληπτικές κρίσεις υστερίας, του στέλνει καθημερινά δεκάδες μηνύματα, αναλογίζεται διαρκώς στιγμές του ευτυχισμένου (;) παρελθόντος κι όλα γύρω της τον θυμίζουν (όχι) γλυκά κι (ακόμα λιγότερο) αγαπημένα, οδηγώντας τη στην παράνοια. Μοναδική της συμπαραστάτης είναι η κολλητή της φίλη κι επίσης καθηγήτρια πανεπιστημίου, Ντιάνα, η οποία υπομένει μάλλον στωικά τα συνεχή ξεσπάσματά της. Κι ενώ ο Φλάβιο θα προχωρήσει μπροστά και θα γνωρίσει την κατά πολύ νεότερή του Τζόρτζια, η Κλαούντια θα μείνει στάσιμη και βαλτωμένη, ακόμα κι όταν συνάψει έναν εφήμερο τελικά δεσμό με τη φοιτήτριά της και χορεύτρια σε νυχτερινό κλαμπ, Νίνα. Θα μπορέσει τελικά η Κλαούντια να ξεκολλήσει από το παρελθόν και να συνεχίσει τη ζωή της; Ενδιαφέρει κανέναν η απάντηση;

Αντικαθιστώντας τα ιταλικά ονόματα με οποιαδήποτε ελληνικά, η παραπάνω σύνοψη θα μπορούσε να ανήκει στη νέα ή σε οποιαδήποτε σειρά της Αννας Ανδριανού. Σε τελείως διαφορετικό κλίμα, θα μπορούσε από την άλλη να είναι ένα ψυχόδραμα του Πέδρο Αλμοδόβαρ, από εκείνα της μέσης περιόδου του που ισορροπούσαν τόσο εξωφρενικά και μαεστρικά ανάμεσα στην κωμωδία και στο μελόδραμα. Οχι όμως, πρόκειται για τη νέα ταινία της Φραντσέσκα Κομεντσίνι, κόρης του θρυλικού πατέρα της ιταλικής κωμωδίας Λουίτζι κι αδερφής της επίσης σκηνοθέτιδος Κριστίνα, η οποία παρά την τριαντακονταπενταετή καριέρα της συστήνεται για πρώτη φορά στο ελληνικό κοινό με το «Ιστορίες Αγάπης που δεν Ανήκουν σ’ Αυτόν τον Κόσμο», μια ταινία που φιλοδοξούσε να είναι μια (μετα)φεμινιστική μελέτη για την πορεία μιας ώριμης γυναίκας προς την αυτοπραγμάτωση και την αυτονομία, καταλήγει όμως να γίνει ένα ανερμάτιστο συνονθύλευμα γουντιαλενικής κομεντί και μεσογειακής υστερίας, το οποίο στις λιγοστές καλές στιγμές του διεκδικεί τον τίτλο ενός ένοχου bad movie we love.

Ο τίτλος της ταινίας, η οποία βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο της σκηνοθέτη, προδίδει το βασικό πρόβλημά της. Η ιστορία αγάπης της Κλαούντια και του Φλάβιο δεν ανήκει σ’ αυτό τον κόσμο, γιατί απλούστατα δεν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει σ’ αυτόν λόγω της απιθανότητάς της. Είναι γνωστό ότι τα ετερώνυμα έλκονται, ότι ο έρωτας είναι τυφλός κι άλλα διάφορα συναφή κλισέ, αλλά η Κομεντσίνι συστήνει με την ταινία της δύο τόσο ετερόκλητους χαρακτήρες που σε κανένα σύμπαν δε θα άντεχαν ο ένας τον άλλο πάνω από μισή ώρα, πολλώ δε μάλλον δεν θα ερωτευόταν ποτέ κεραυνοβόλα μια τόσο εξωστρεφής και passive aggressive γυναίκα έναν τόσο χαλαρό και κουλ τύπο, δεν θα του το δήλωνε απότομα και χωρίς καμία περιστροφή λίγη ώρα μετά την πρώτη τους συνάντηση (και ταυτόχρονα τον πρώτο τους ομηρικό καυγά) στα έδρανα του πανεπιστημίου κι αυτός όχι μόνο δεν θα πειθόταν, αλλά ούτε θα έμενε μαζί της επί επτά ολόκληρα χρόνια αμέτρητων σκηνών, χωρισμών και πισωγυρισμάτων.

Ακόμα, όμως, κι αν δεχτούμε αυτή την κινηματογραφική σύμβαση του παράφορου κι ανεξήγητου amour fou, το «Ιστορίες Αγάπης που δεν Ανήκουν σ’ Αυτόν τον Κόσμο» πάλι πείθει ελάχιστα, γιατί η σκηνοθέτης γοητεύεται μεν από την (καθόλου γοητευτική) προσωπικότητα της υστερικής κεντρικής ηρωίδας της, δεν παραδίδεται όμως ολοκληρωτικά σ’ αυτή (μια επιλογή που ανεξαρτήτως τελικού αποτελέσματος θα είχε τουλάχιστον ένα ζουλαφσκικό ενδιαφέρον), αλλά προσπαθεί ανεπιτυχώς να εισαγάγει ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης για την εύθραυστη φύση των ανθρώπινων σχέσεων και το αγεφύρωτο χάσμα των δύο φύλων που περισσότερο αποπροσανατολίζει, παρά εμπλουτίζει την ταινία.

Τα διαρκή φλας μπακ στις υποτιθέμενες καλές εποχές του ζευγαριού, τα εμβόλιμα πλάνα από ασπρόμαυρα επίκαιρα με ευτυχισμένα ζευγάρια αλλοτινών εποχών, οι δευτερεύοντες χαρακτήρες που μένουν ανολοκλήρωτοι και δραματουργικά ανεπεξέργαστοι (όπως η φίλη της Κλαούντια, Ντιάνα, αλλά και η νέα σύντροφος του Φλάβιο), οι μετέωρες υποπλοκές, όπως η σύντομη αισθηματική περιπέτεια της πρωταγωνίστριας με τη φοιτήτριά της, και μία βγαλμένη από άλλη ταινία φαρσική ονειρική σεκάνς για τη θέση των μεσήλικων γυναικών στην ετεροφυλοφιλική και καπιταλιστική σεξουαλική αγορά (!) δυναμιτίζουν ακόμα περισσότερο το εγχείρημα της Κομεντσίνι, η οποία χάνει τελικά την ισορροπία ανάμεσα στη διαλογική δραμεντί και την κωμωδία χαρακτήρων.

Η Βαλέρια Μπρούνι Τεντέσκι θα έκανε ενδεχομένως θαύματα στον πρωταγωνιστικό ρόλο της Κλαούντια, η Λουτσία Μασίνο, από την άλλη, παρά τη σαρωτική της παρουσία εμμένει μονοδιάστατα στην υστερία και τη συναισθηματική αναπηρία του χαρακτήρα που υποδύεται μετατρέποντας την όποια υπόνοια ενδότερης ευαισθησίας και ανασφάλειας σε τοξικότητα, ενώ ο Τομά Τραμπάκι δεν έχει καμία βοήθεια από το σενάριο για να πλάσει έναν ολοκληρωμένο Φλάβιο, αλλά με στωικότητα ανάλογη εκείνης του χαρακτήρα που υποδύεται κάνει ό,τι μπορεί με ένα μονίμως απορημένο βλέμμα και μια εν τέλει σοφά ανακουφιστική ερμηνεία, στον αντίποδα της συμπρωταγωνίστριάς του.

Αντικατοπτρίζοντας τη γενικότερη σχιζοειδή αμφιθυμία του, το «Ιστορίες Αγάπης που δεν Ανήκουν σ’ Αυτόν τον Κόσμο» καταφέρνει μόνο σποραδικά να πει κάτι ουσιαστικό, είτε όταν αποφασίζει ανερυθρίαστα να κορυφώσει την αλμοδοβαρική του προδιάθεση, είτε όταν ρίχνει τους τόνους και (σε δυστυχώς ελάχιστες στιγμές) αφουγκράζεται τη φοβισμένη σιωπή πίσω από την ασθματική λογοδιάρροια αποκαλύπτοντας το φόβο της μοναξιάς που κινεί τελικά την αψυχολόγητη κι αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά της κεντρικής ηρωίδας του. Το τέλος μπορεί να βρίσκει την Κλαούντια λίγο πιο σοφή και ώριμη, αλλά αφήνει και τον θεατή εξαντλημένο από μια ταινία-συναισθηματικό roller coaster που δεν ξέρει πού και πότε πρέπει να σταματήσει. Αυτό που χρειαζόμαστε, τελικά, είναι ιστορίες αγάπης που ανήκουν στον κόσμο αυτό.