Ο Μπάμπης ο γλυκούλης ζει μια μοναχική ζωή στην Αθήνα, μέχρι που του πέφτει ο ουρανός στο κεφάλι, για την ακρίβεια ένα φορτηγό στην πόρτα. Οδηγός είναι η πανέμορφη και παράτολμη Αθηνά που, με το εν λόγω φορτηγό, μεταφέρει ένα πιάνο που κρύβει αμύθητο θησαυρό – ακόμα μεγαλύτερα μυστικά όμως κρύβει η ίδια. Ο Μπάμπης, η Αθηνά και, στην πορεία, η Εύα που είναι ντυμένη καλόγρια αλλά στην πραγματικότητα αποδρά από το σπίτι της, θα κάνουν ένα ταξίδι με το αυτοκίνητο στην ελληνική επαρχία, προς ανεύρεση οικογένειας, του δίκιου τους και, φυσικά, του έρωτα.
Εχοντας στο ζωνάρι του εμπορικές κωμωδίες απ’ το «Ενας κι Ενας» μέχρι το «Μια Φορά κι Ενα… Μωρό», ο Νίκος Ζαπατίνας συνεχίζει στο ίδιο ακριβώς μοτίβο. Μια κωμωδία που σεναριακά εμπνέεται εν μέρει από το «παλιό καλό ελληνικό σινεμά» του Φίνου και, εν μέρει, από το αντίστοιχο του ’80 που ήταν λίγο πιο μπαλαφάρα. Η κωμωδία του είναι πρόχειρη και χοντροκομμένη και βασίζεται κατά κύριο λόγο σε «ξέφρενες καταστάσεις», δηλαδή στις στιγμές που οι ήρωες τρέχουν και χτυπιούνται για να βγάλουν γέλιο – που, πράγματι, στην αίθουσα το βγάζουν, αντανακλαστικά, με τον ίδιο τρόπο που γελάς όταν βλέπεις κάποιον να σκοντάφτει στο δρόμο.
Το ατού της ταινίας βρίσκεται στο καστ της, ένα μπουκέτο από τηλεοπτικά δημοφιλείς ηθοποιούς, μέσα και τη Ζέτα Μακρυπούλια που ό,τι και να πούμε είναι πανέμορφη, οι οποίοι ωστόσο παίζουν σα σε σειρά του ANT-1, φωτογραφημένοι και με τον ίδιο κακό φωτισμό, από τον Γιάννη Δρακουλαράκο που εδώ απέχει από τη δουλειά του στο «Τανγκό των Χριστουγέννων» (αλλά όχι από τις προηγούμενες).
Κι αν η ταινία έχει γίνει με μια δημιουργική ευκολία, αυτό συμβαίνει λόγω της πεποίθησης ότι θα πάει καλά στα ταμεία, προσφέροντας οικεία τροφή στους κουρασμένους θεατές που θέλουν να ξεσκάσουν χωρίς το μίνιμουμ της προσπάθειας. Και, πραγματικά, ευχόμαστε να σκίσει, γιατί αν πρόκειται οι θεατές να μην επωφεληθούν καθόλου από το φιλμ, ας το κάνει τουλάχιστον το εγχώριο box office. Μόνο που το ελληνικό κοινό έχει αποδείξει ότι είναι ικανό για περισσότερα, το ίδιο και το ελληνικό σινεμά, οπότε ας μην το υποτιμάμε ξανά, στα καλά καθούμενα.