Κορυδαλλός, Κυριακή πρωί. Καλοκαίρι, καύσωνας, ανοικτά παράθυρα. Η κάμερα μπαίνει σ' ένα από τα διαμερίσματα των πολυκατοικιών. Εκεί, ο 50χρονος Δημήτρης ουρλιάζει καντήλια στο τηλέφωνο. Ετσι όμως μιλάει ο Δημήτρης, έτσι κανονίζει τις δουλειές του με τους υπαλλήλους του στην καφετέρια. Βροντερά, έντονα, αθυρόστομα, «αντρίκια». Στην κουζίνα η γυναίκα του Μαρία βηματίζει πάνω κάτω, βράζοντας. Είναι πρωί, αλλά αυτό που πίνει, και σπάει το ποτήρι στο νεροχύτη, δεν είναι νερό. Ούτε ο τρόπος που κατασπαράζει βουλιμικά ένα φρούτο βοηθάει. Μοιάζει παγιδευμένη, δεν τη χωράει το δέρμα της. Οταν ξυπνήσουν και τα παιδιά, θα κάνουν κι εκείνα από ένα τηλεφώνημα. Δεν έχει σημασία σε ποιον και γιατί, όσο το ότι όλη η ασφυκτική μπόχα, όλη η αμάσητη βία που κυριαρχεί στο σπιρτόκουτο που μεγάλωσαν έχει περάσει κάτω από το δέρμα τους. Τη συνεχίζουν. Αβίαστα. Μόνο που τα σπιρτόκουτα είναι εύφλεκτα. Μία σπίθα, μία αφορμή και γίνονται παρανάλωμα. Ενα πρωινό με καύσωνα, κάτι τέτοιο περιμένει τον «ελληναρά» Δημήτρη.
Ξαναβλέποντας το «Σπιρτόκουτο» 20 χρόνια μετά είναι μεγάλη εμπειρία. Γιατί δεν είσαι ίδιος θεατής. Γιατί δεν είμαστε ίδιοι άνθρωποι. Γιατί η Ελλάδα δεν είναι η ίδια χώρα. Οχι ότι το 2002, το ντεμπούτο του Γιάννη Οικονομίδη δεν είχε σκάσει με την ωστική δύναμη μιας μολότωφ στην τότε κινηματογραφική πραγματικότητα. Πρώτον, γιατί είχε επιδείξει μία νέα, φρέσκια, τολμηρή κινηματογραφική γλώσσα, αποδεικνύοντας ότι ένας σκηνοθέτης με ταλέντο μπορεί να κάνει σινεμά, με λίγα μέσα, στριμωγμένος σ' ένα μικρό διαμέρισμα. Το κυριότερο όμως ήταν το ίδιο το τεράστιο θέμα που τόλμησε να δείξει σε μεγάλη οθόνη και να σοκάρει: την καθόλου αγία ελληνική οικογένεια.
Μπορεί μετά από 13 χρόνια ανελέητης οικονομικής κρίσης, να έχουμε ξυπνήσει πια. Η γυαλιστερή επιδερμίδα των 90ς, όπου η πλαστή ευμάρεια έκανε τον νεοέλληνα να νομίζει ότι είναι μεγαλοαστός και να συμπεριφέρεται με εξίσου ψεύτικη ανέχεια στον διπλανό του, έχει καταστραφεί ολοσχερώς. Από τα συντρίμμια της χρεοκοπίας της σύγχρονης Ελλάδας, έχει ξεπροβάλλει το κεφάλι της η χρόνια ηθική μας κρίση. Χωρίς πραγματικό πολιτισμό, κοινωνικό ιστό, αλληλεγγύη, αποκαλύφθηκε ότι είμαστε μια χώρα υποκριτών - θυμωμένοι, άξεστοι, εχθρικοί, ημίτρελοι. Οι «Δημήτρηδες» είναι πια ορατοί και περιμένουν στη γωνία να μάς μπινελικώσουν από τη στιγμή που ξυπνάμε και βγαίνουμε από τα σπίτια μας.
Ο Οικονομίδης όμως δεν έκανε σήμερα το «Σπιρτόκουτο». Τόλμησε να σηκώσει από τότε το κάλυμμα προστασίας και να μάς αναγκάσει να κοιτάξουμε κατάματα, αμήχανα, αναγνωριστικά το τραύμα που δεν αντιμετωπίσαμε ποτέ για να προχωρήσουμε πραγματικά. Εδειξε με έναν καινοτόμο νεορεαλισμό την βαθιά πληγή της πατριαρχίας, του ρατσισμού, του εγκλωβισμού μας σε μικρά διαμερίσματα και καταπιεστικά οικογενειακά σχήματα. Το πύον που ρουφήξαμε γενιές και γενιές και συνεχίσαμε την τοξική μαγκιά, την κουτοπονηριά, την ανειλικρίνεια στις σχέσεις μας. Αντρες «παλαιάς κοπής» που κάνουν οικογένειες, αλλά δικαίωμά τους να πηδάνε και κανένα κωλαράκι. Που γκαστρώνουν Αλβανίδες, αλλά σιγά μην παντρευτούν κι αυτές που τους καθαρίζουν τις τουαλέτες. Γυναίκες που κάνουν ότι δεν βλέπουν, «δεν χαλάνε τις οικογένειές τους», έχουν βολευτεί στο σπιρτόκουτό τους, αλλά η οργή σιγοβράζει όπως το φαγητό στη χύτρα. Παιδιά που μεγαλώνουν μέσα σε αυτή τη βία, κι αυτή ανακυκλώνουν, αυτή κρατούν ως εργαλείο επιβίωσης και προσωπική ταυτότητα.
Ο Οικονομίδης κρατά το φακό σε ασφυκτικό κοντινό σε όλα αυτά τα μέτωπα, όμως ο στόχος του δεν είναι να κρίνει. Δεν γίνεται ποτέ διδακτικός. Χρησιμοποιεί την κινηματογραφική φόρμα (μοντάζ που επαναλαμβάνει τις αυτοσχεδιαστικές ατάκες των ηθοποιών) αλλά και το εύρημα της αθυρόστομης γλώσσας με μία υπερβολή που παράγει (και) κωμωδία. Γελάμε με το βρωμόστομα των ηρώων, γελάμε με τις αναγνωρίσιμες άξεστες συμπεριφορές, γελάμε (;) με τα χάλια μας. Μάλιστα, μετά από μία εικοσαετία, η ταινία έχει αποκτήσει κι ένα τόσο δυνατό cult στάτους, που ακόμα και αγέννητοι τότε πιτσιρικάδες θα επαναλάβουν σε παρέες ατάκες όπως το «τι θα κάνεις με τη Λίντα, Βαγγέλη;» Η κωμωδία μάς γλιτώνει από σοβαροφάνειες και ηθικοπλαστικά μηνύματα, αλλά όχι από τα οδηνηρά συμπεράσματα. Τι μάς κάνει άντρες «παντελονάτους»; Τι μάς κάνει γυναίκες «μ' αρχίδια»; Και τώρα που τα σπιρτόκουτά μας έγιναν μπουρλότο, τώρα που αποκαλύφθηκαν Κορυδαλλοί και στα βόρεια προάστια, τώρα που δουλειές έχουν μόνο οι ψυχίατροι, μάθαμε τίποτα; Ή συνεχίζουμε ακάθεκτοι την ελληνική «παράδοση»;
Ενας εκπληκτικός Ερρίκος Λίτσης πέφτει με τα κεφάλι, χωρίς φόβο ή φρένο, στην ερμηνεία του Δημήτρη. Είναι όμως οι στιγμές ακινησίας, οι παύσεις, που αποδεικνύουν πόσο μεγάλος ηθοποιός είναι. Γιατί, αντί καρικατούρας, έπλασε τον αξεστο ήρωα της διπλανής πόρτας με αυστηρότητα, αλλά και με κατανόηση. Και, σε μερικές στιγμές, με τρυφερότητα. Στα χνάρια του και ο Κώστας Ξυκομηνός σ' έναν ρόλο που σαπορτάρει και κινηματογραφικά και ηθικά τον κεντρικό ήρωα, ενώ η Ελένη Κοκκίδου σε κερδίζει (την αναγνωρίζεις, την ξέρεις την Μαρία) ακόμα και πριν την μεγάλη σκηνή της. Ειδική μνεία στον αχαλίνωτο μονόλογο της Αγγελικής Παπούλια (που λίγα χρόνια μετά θα γινόταν διάσημη από ένα άλλο ξέσκισμα του μύθου της οικογένειας, στον «Κυνόδοντα» του Λάνθιμου). Δυνατή και παραγνωρισμένη στιγμή, η σκηνή του καθρέφτη του Σταύρου Γιαγκούλη - στο ρόλο του γιου που μισεί τον πατέρα και αβίαστα ακολουθεί τα χνάρια του πατέρα.
Παροξυσμικό, ηλεκτρισμένο, υπερβολικό, γενναίο, το «Σπιρτόκουτο» στέκεται ως μία από τις πιο επιδραστικές ταινίες του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου, με νεότερους κινηματογραφιστές που ακολουθούν τη φόρμα του βίαιου ρεαλισμού του. Και με μια ιστορία που αναγνωρίζουμε ακόμα και σήμερα, που δεν χρειάζεται να μάς την αφηγηθεί πια ο Οικονομίδης. Τη βλέπουμε κάθε βράδυ στις ειδήσεις, την ακούμε τα καλοκαίρια από τα μπαλκόνια μας.
Δύο ξεχωριστές βραδιές στο Τριανόν
Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου | 20:30 Προβολή της ταινίας. Θα ακολουθήσει QnA με το σκηνοθέτη της ταινίας Γιάννη Οικονομίδη. Συντονιστής: Γιάννης Καντέα – Παπαδόπουλος
Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου | 20:30 Προβολή της ταινίας (Παρουσία σκηνοθέτη). Θα ακολουθήσει Q&A με τους πρωταγωνιστές του Σπιρτόκουτου. Στη σκηνή του Τριανόν θα παραστούν οι ηθοποιοί: Ερρίκος Λίτσης, Κώστας Ξυκομηνός, Γιάννης Βουλγαράκης, Σταύρος Γιαγκούλης, Αγγελική Παπούλια και η Σεραφίτα Γρηγοριάδου σε μία μοναδική, επετειακή επανένωση σπιρτόκουτου χωρίς προηγούμενο. Το κοινό θα έχει τη δυνατότητα να συζητήσει και να ακούσει ιστορίες, αντιδράσεις, σκέψεις και συναισθήματα για το Σπιρτόκουτο. Συντονιστής: Γιάννης Καντέα – Παπαδόπουλος. Η βραδιά θα ολοκληρωθεί με ξέφρενο πάρτι στο φουαγιέ του Τριανόν μέχρι πρωίας.