Μετά από οκτώ ταινίες - τουλάχιστον τρεις που αξιώνουν μια περίοπτη θέση στο βιβλίο του κινηματογραφικού τρόμου, πολλές από τις οποίες θα αργήσουν πολύ να ξεπεραστούν και ακόμη και φτιαγμένες στον αυτόματο πιλότο θα συνεχίσουν να επιδρούν πάνω στο άναρχο τοπίο της σύγχρονης ταινίας τρόμου - το franchise του «Saw» έκλεισε αυλαία με το «Jigsaw» του 2017. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζαν όλοι, μέχρι τη στιγμή που στο παιχνίδι μπήκε ο… Κρις Ροκ.

Επιθυμώντας διακαώς να κάνει μια «τρομακτική» στροφή στην καριέρα του, ο δημοφιλής κωμικός όχι μόνο μπήκε στην παραγωγή του ένατου κεφαλαίου του franchise του «Saw», αλλά θέλησε να επιμεληθεί και το σενάριο που έγραψαν οι σεναριογράφοι του «Jigsaw», δίνοντας του ολοφάνερα μια υφή κλασικής αμερικάνικης αστυνομικής ιστορίας αλλά και το χιούμορ που, δυστυχώς, δεν θα μπορούσε να στερήσει από τους φανατικούς θαυμαστές του. Το όνομα του έφερε κι άλλα «βαριά» ονόματα στην ταινία (βλ. Σάμιουελ Λ. Τζάκσον), αλλά κυρίως το λούστρο μιας mainstream αναβάθμισης μιας σειράς ταινιών που ήταν σαφώς καλύτερες όσο ζούσαν στα υπόγεια του torture porn.

Το αποτέλεσμα είναι περίπου δυόμιση - αν όχι τρεις - ταινίες που ανισοβαρείς ως προς το σεναριακό ενδιαφέρον τους καταλήγουν σε ένα υπερ-φιλόδοξο και σε στιγμές αξιοπρόσεκτο φιλμ - υβρίδιο που, μπαίνοντας τελικά στα γρανάζια της sawμηχανής που θεωρητικά αποφεύγει για το μεγαλύτερο μέρος της, αποτυγχάνει με κρότο να αναβιώσει το franchise ή την όποια καριέρα του Κρις Ροκ.

Σπάνια σε μια ταινία ενός τέτοιου franchise ή και γενικά σε φιλμ τρόμου που καταναλώνεται το ίδιο επιδερμικά με τον τρόπο που φτιάχνεται, θα δείτε τέτοια εμβάθυνση χαρακτήρων, ατμόσφαιρα νεο-νουάρ που υποβάλλει και σκηνές που για αρκετή ώρα συνθέτουν το παζλ μιας αρχετυπικής αστυνομικής ταινίας όπου ο ασυμβιβαστος ήρωας αστυνομικός παραμένει ακέραιος ηθικά ακόμη κι όταν γύρω του όλα μυρίζουν θάνατο και διαφθορά, πληρώνοντας καθημερινά το τίμημα του ακλόνητου χαρακτήρα του, έχοντας χάσει την οικογένειά του, το σεβασμό του πατέρα του, τους φίλους του και την αξιοπιστία του στο σώμα.

Η εμφάνιση ενός serial killer που σε ευφάνταστο copycat του Jigsaw αρχίζει να δολοφονεί αστυνομικούς που σχετίζονται με τον κεντρικό ήρωα, θα αλλάξει τις δυναμικές ανάμεσα στον ίδιο και τον νεοσύλλεκτο που έχει υπό την προστασία του, με το φιλμ να αρχίζει δειλά στην αρχή και αργότερα πιο δυναμικά να θυμίζει τη λογική του «Se7en». Και κάθε άλλη ομοιότητα με το αριστούργημα του Ντέιβιντ Φίντσερ σταματάει εκεί καθώς το «Spiral» αρχίζει να κομματιάζεται σε δύο τουλάχιστον εμφανείς ταινίες - το αστυνομικό δράμα του κεντρικού ήρωα και την ταινία τρόμου που θέλει να κρατήσει ζεστούς τους λάτρεις του «Saw». Η υπόλοιπη μισή (ή και ολόκληρη) είναι το οριακό miscast του Κρις Ροκ που είναι ταυτόχρονα ιδανικός αντι-ήρωας και ο τελείως λάθος άνθρωπος για αυτόν τον ρόλο.

Στην ομολογημένη προσπάθεια του να προσθέσει και λίγο χιούμορ ως δικό του σήμα κατατεθέν, υπάρχουν στιγμές που ο Ροκ ξεχνάει που ακριβώς παίζει, όπως επίσης ότι η ακριβώς προηγούμενη σκηνή από αυτή που επιχειρεί ένα από τα πολλαπλά του one man show είναι ένα αποτρόπαιο έγκλημα που μπορεί να σε κάνει να μην κοιμηθείς το βράδυ - bad timing γενικά για χωρατά. Ξένος μέσα σε ένα περιβάλλον που δεν του ταιριάζει, καταφέρνει να υπηρετήσει πιο ιδανικά από οποιονδήποτε το ρόλο του «ξένου» που υποδύεται, αλλά την ίδια στιγμή μοιάζει εντελώς ανίκανος να σηκώσει το βάρος μιας φιλόδοξης ταινίας που θέλει να ικανοποιήσει και το franchise αλλά και να αποκολληθεί από αυτό.

Σε κάθε περίπτωση δεν είναι αυτός μόνος υπεύθυνος για το γεγονός ότι από ένα σημείο και μετά δεν σε ενδιαφέρει τίποτα από ό,τι παρακολουθείς.

Η βεβιασμένη ανατροπή του φινάλε, το «σβήσιμο» της αγωνίας καθώς η αστυνομική ταινία δεν γίνεται ποτέ ένα καίριο σχόλιο για την επίκαιρη διαφθορά των σωμάτων ασφαλείας και ο τρόμος εξαντλείται σε copycat εγκλήματα από παλιότερα «Saw», το μηδενικό ενδιαφέρον για χαρακτήρες που μέχρι κάποιο σημείο στην αρχή νιώθεις ότι γνωρίζεις καλά και θες να ακολουθήσεις και ένα γενικό μπέρδεμα προθέσεων και αποτελεσμάτων, όλα δίνουν το στίγμα μιας γενικότερα άστοχης επιλογής. Νεκρός ήδη από το τρίτο «Saw« του 2006, ο Jigsaw συνεχίζει να γελάει ειρωνικά με την κατάντια του θρύλου του…