To «Δίκτυο Κατασκόπων» δεν αρνείται τις επιρροές του από τον Τζον ΛεΚαρέ. Είναι γεμάτο μυστικούς πράκτορες, συμβόλαια θανάτου, πισώπλατες μαχαιριές και κατάσκοπους με ηθική πυξίδα που τους φέρνει αντιμέτωπους με τους ανώτερούς τους και όλα όσα καλούνται να υπηρετήσουν, ακολουθώντας δαιδαλώδεις διαδρομές αντικρουόμενων συμφερόντων και σκοτεινών συμφωνιών. Κι αν όλα αυτά δεν είναι αρκετά, η ταινία του Εραν Ρίκλις (γνωστού στη χώρα μας κυρίως από την «Λεμονιά» του 2008 με την Χιάμ Αμπάς) αναφέρει και ευθεία τον «Επίμονο Κηπουρό» του ΛεΚαρέ, μόνο που ατυχώς δεν διαθέτει καμία από την λεπτότητα ή την ένταση τόσο του βιβλίου όσο και της κινηματογραφικής μεταφοράς του.
Στην ταινία του Ρίκλις, ένας κάποτε κορυφαίος μυστικός πράκτορας (ο Μπεν Κίνγκσλεϊ συνεχίζει να μην λέει όχι σε καμία πρόταση που του γίνεται) αρπάζει την ευκαιρία να δώσει πνοή στην καριέρα του αναλαμβάνοντας μία αποστολή που έχει να κάνει με πώληση χημικών όπλων στη Μέση Ανατολή. Oμως, όπως αντιλαμβάνεται πολύ γρήγορα, η Μοσάντ έχει βάλει τον δικό της πράκτορα στο κατόπι του, ο οποίος μάλιστα είναι ο γιος του παλιού φίλου και συνεργάτη του. Στόχος της αποστολής είναι μία αινιγματική γυναίκα με άγνωστες πραγματικά προθέσεις (Μόνικα Μπελούτσι), η οποία θα μπορούσε να είναι τόσο το θύμα όσο και το θήραμα της υπόθεσης. Οπως άλλωστε και ο ίδιος ο πρωταγωνιστής της αφήγησης.
Ο Ρίκλις από την αρχή δείχνει την πρόθεση να στήσει ένα ατμοσφαιρικό σκηνικό όπου τα πάντα κρύβουν τον κίνδυνο, όπου ο καθένας θα μπορούσε να δεχτεί θανάσιμη επίθεση αν γύριζε την πλάτη προς την λάθος μεριά και όπου κάθε αποκάλυψη ανοίγει την πόρτα για μια ακόμα πιο πολύπλοκη πραγματικότητα. Το κάνει όμως αυτό χωρίς να δημιουργεί ποτέ αληθινά ενδιαφέροντες χαρακτήρες, καθώς όλοι τους αποτελούν αρχέτυπα του κατασκοπευτικού genre όμως χωρίς ψυχή ή αληθινή πυγμή.
Η αφήγησή του δε καταφέρνει να είναι ταυτόχρονα και μπερδεμένη αλλά και προβλέψιμη, γεμάτη ανατροπές που δεν προκαλούν ουσιαστικά την έκπληξη παρά επιβεβαιώνουν διαδικαστικά τον κανόνα. Ακόμα και η κινηματογράφηση ακολουθεί μια γενικόλογη, αδιάφορη αισθητική, χωρίς προσωπικές πινελιές ή δείγματα χαρακτηριστικής γραφής. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το «Δίκτυο Κατασκόπων» είναι στην ουσία του ένα καθαρόαιμο κατασκοπικό θρίλερ. Απλά τίποτα από όλα όσα αποτυπώνει δεν έχουν την αμεσότητα ή την ένταση που θα απαιτούσε κανείς φυσικά να έχουν.
Ανάμεσά σε όλα αυτά, ο Κίνγκσλεϊ αποδεικνύει για άλλη μια φορά ότι μπορεί να φέρει εις πέρας κάθε ερμηνευτική αποστολή, ακόμα και όταν ο ήρωας που ερμηνεύει φέρει ουσιαστικά ελλιπή δομικά χαρακτηριστικά. Αυτό ωστόσο δεν προκαλεί επαρκές ενδιαφέρον για μια ταινία που δεν εκμεταλλεύεται ούτε την παρουσία της Μόνικα Μπελούτσι στην παραγωγή, περιορίζοντας την ερμηνεία της στην προφανή υποψία μιας femme fatale που δεν απογειώνεται ποτέ. Ατυχώς, στο φινάλε του, το «Δίκτυο Κατασκόπων» αποδεικνύεται τόσο γενικόλογο όσο και η ελληνική απόδοση του τίτλου του.