Για να το ξεκαθαρίσουμε από την αρχή, ο Ολντερ Ερενράικ δεν είναι ο Χάρισον Φορντ, γιατί κανείς δεν μπορεί να είναι ο Χάρισον Φορντ εκτός από τον Χάρισον Φορντ σε αυτή αλλά και σε οποιαδήποτε άλλη μικρή η μεγάλη ιστορία αυτού του κόσμου.

Ωστόσο, δεν είναι ότι ο 28χρονος ηθοποιός δεν προσπαθεί να είναι γοητευτικός, πονηρός, ανεξάρτητος, πεισματάρης, αλαζόνας και όλα όσα θα είναι για πάντα ο Χαν Σόλο (όπως τον γνωρίζαμε), αλλά η προσπάθεια δεν υπήρξε ποτέ αρκετή όταν το αποτέλεσμα είναι εξ αρχής προδιαγεγραμμένο.

Ηδη από το σενάριο των Λόρενς και Τζόναθαν Κάσνταν (μπαμπάς και γιος – ο μπαμπάς υπεύθυνος για το σενάριο του επεισοδίου V, VI και VII), o Χαν Σόλο είναι «λίγος» ακόμη και όταν μια ολόκληρη ταινία θεωρητικά αφηγείται τη δική του ιστορία και την διείσδυσή του στα άδυτα της Αυτοκρατορίας όπως απολαύσαμε και με το παραπάνω κάποτε στην πρώτη τριλογία του «Πολέμου των Αστρων».

Ούτε ακριβώς ένας ήρωας που σου μένει στο μυαλό, ούτε ένας άντρας που παίζει με τους δικούς του όρους, περισσότερο ένα αγόρι που διψάει για την περιπέτεια και ίσως ένας νέος ηγέτης που εμπνέει εμπιστοσύνη ακόμη και σε ανθρώπους που δεν γνωρίζουν την πραγματική έννοια του όρου, ο Σόλο αυτής της ταινίας είναι περισσότερο μια εφηβική εκδοχή του ήρωα του Χάρισον Φορντ, δηλαδή ακόμη ένα στάδιο πίσω, πριν την πραγματική γνωριμία μας με τον τυχοδιώκτη που θα ορίσει ανεξίτηλα και με περισσότερους τρόπους από έναν τη μοίρα ολόκληρου του «Πολέμου των Αστρων».

Ο Σόλο του «Solo» είναι μέλος μιας ομάδας που οριακά οποιοδήποτε άλλο μέλος της του κλέβει άνετα την παράσταση - είτε αυτός είναι ο μέντοράς του, Τομπάιας Μπέκετ (ο Γούντι Χάρελσον σε κέφια αφιερώνει στον Λονγκ Τζον Σίλβερ από το «Νησί των Θησαυρών» του Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον), είτε η femme fatale Εμίλια Κλαρκ (αν και πιο αδύναμη από τη σαρωτική της εμφάνιση στο «Game of Thrones» - μπορεί να φταίει και το μελαχρινό), είτε ο Τσιουμπάκα που σε μια δεύτερη σκέψη θα άξιζε περισσότερο ένα spin off από μόνος του, είτε ο - θέλουμε κι άλλο, γιατί παίζει τόσο λίγο; - Ντόναλντ Γκλόβερ στο ρόλο του Λάντο Καρλίσιαν, είτε ακόμη και ο αυτός ο Πολ Μπέτανι στο ρόλο του κακού Ντράιντε Βος ή η L3-37, ανδροειδές με σαφές φύλος που πίστεύει στον κεραυνοβόλο έρωτα.

Σε μια ταινία που φέρνει έντονα τα σημάδια μιας «ασφαλούς» αντιμετώπισής της από τον «ασφαλή» Ρον Χάουαρντ (ποιος ξέρει τι ακριβώς είχαν στο νου τους οι Φιλ Λορντ και Κρις Μίλερ πριν απολυθούν;), την έλλειψη του Χαν Σόλο ως ενός αξέχαστου ήρωα, έρχεται να αντικαταστήσει μια καλώς εννοούμενη παλιομοδίτικη ατμόσφαιρα που φέρνει στο νου την πρώτη (κλασική) τριλογία και μαζί μερικά από τα πιο αγνά στοιχεία της μυθολογίας του «Πολέμου των Αστρων».

Οι σκηνές δράσης είναι χορταστικές, το χωμάτινο στοιχείο υπερισχύει της πρόσφατα εξηζητημένης αισθητικής των ταινιών της κύριας σειράς του Star Wars, οι προθέσεις των ηρώων ακόμη κι όταν είναι διφορούμενες παραμένουν καθαρές και δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα που να μαρτυρά πως το «Solo» δεν θα ήταν ίδιο αν είχε γυριστεί και 20 χρόνια πίσω. Η κλασική του αυτή υφή είναι αρκετή για να σε κάνει να θαυμάσεις τον τρόπο με τον οποίο φτιάχνονται πλέον οι ταινίες (αυτού και όχι μόνο αυτού του franchise) ώστε να μην έχουν πολλά περιθώρια να ηττηθούν από την ιστορία, αλλά από την άλλη αυτό δεν μειώνει το γεγονός πως η Disney δεν θα άφηνε ποτέ κανένα spin off να γίνει καλύτερο από τις ταινίες της κύριας σειράς του «Πολέμου των Αστρων».

Οπως ακριβώς και η ιστορία δεν θα άφηνε ποτέ κανέναν να γίνει απλά με μια απόφαση και μια ταινία ο νέος Χάρισον Φορντ.