Γνωρίστηκαν στα φοιτητικά τους χρόνια, μία πολύ περίεργη νύχτα. H Λένι είχε προγραμματίσει να αποπλανήσει (κι έτσι να κάνει για πρώτη φορά σεξ) τον βοηθό καθηγητή της, ο Τζέικ την έσωσε από την μεθυσμένη της γελοιοποίηση και κατέληξαν να περάσουν τη νύχτα μαζί (και για τον ίδιο ήταν η πρώτη φορά). Δεκαπέντε χρόνια μετά, ξανασυναντιούνται. Ο Τζέικ έχει εξελιχθεί σε κατά συρροή killer-γυναικά, η Λένι παραμένει κολλημένη με τον ίδιο τύπο από το κολλέγιο: ενώ εκείνος, γιατρός πια, είναι σε σχέση, κάθε φορά που της στέλνει μήνυμα, εκείνη τρέχει. Ο Τζέικ και η Λένι ανταλλάζουν τις ιστορίες τους και αποφασίζουν να μείνουν φίλοι - μία πλατωνική σχέση που και οι δύο έχουν ανάγκη: κανένα φίλτρο, καμία δέσμευση, μόνο αλήθεια. Μόνο που, σταδιακά, συνειδητοποιούν ότι αυτή η χωρίς φίλτρο οικειότητα είναι η μεγαλύτερη δέσμευση όλων. Αλήθεια.

Οταν η ταινία ξεκινά, πιστεύεις ότι η Λέσλι Χέντλαντ («Bachelorette», «About Last Night», αλλά και σεναριογράφος του εξαιρετικού τηλεοπτικού «Terriers») έχει γράψει την τυπική πλέον αμερικανική «φεστιβαλική» κομεντί: όλα πρέπει να είναι επίτηδες λίγο «off», λίγο παράδοξα, λίγο χιπστερικά «ασυμβίβαστα». Το χιούμορ μπουφόνικο και χοντροκομμένο και οι τολμηρές κουβέντες για το σεξ να αποτελούν πασαπόρτι στο «κοίτα με μαμά, κάνω μία πρωτοποριακή ταινία, χωρίς προκατάληψη». Σταδιακά όμως, κι αυτό αποτελεί έκπληξη κι εξαίρεση στο σινεμά, οι ήρωες αποκτούν σάρκα, οι διάλογοί τους σπίθα, οι μικρές λεπτομέρειές τους μια γλύκα που σε κάνει να ενδιαφέρεσαι για την ιστορία τους και να τους παρακολουθείς ζεστά.

Η καρδιά της ταινίας είναι οι δύο πρωταγωνιστές, οι διάλογοι, οι αυτοσχεδιασμοί, οι γρήγορες κοφτές ατάκες, οι ακόμα μικρότερες στιγμές της, ιδιόρρυθμης ομολογουμένως, χημείας τους. Η Αλισον Μπρι (του «Community») ξεκινά με μία ηρωίδα που παρουσιάζεται σαν κλισέ εμμονικό κοριτσάκι, όμως καταλήγει με μια γυναίκα ευάλωττη και δυνατή και γλυκιά και αστεία και σέξι και χαμένη στις αποφάσεις της. Ο Τζέισον Σουντέκις όμως είναι αυτός που κλέβει την παράσταση. Πλάθει έναν χαρακτήρα που σε κερδίζει με το γοητευτικό κωλοπαιδισμό του ήρωά του, την ειλικρίνεια της κακομαθημένης του συμπεριφοράς, τη γύμνια του ανδρικού εγωισμού που τα θέλει όλα. Τις στιγμές που την κοιτάει, όταν αυτή δεν κοιτάει πια. Η γλώσσα του τρέχει ροδάνι κι εκεί που έχει τελειώσει η ατάκα ή η σκηνή του, θα γλιστρήσει από το στόμα του το πιο έξυπνο, το πιο αστείο, το πιο τρυφερό από όλα. Πόσα από αυτά είναι γραμμένα κι αποδίδονται στην πέννα της Χέντλαντ, ή πόσο οι ηθοποιοί έδωσαν αληθινές ανάσες σε σχηματικούς-κομεντί ήρωες δεν θα το μάθουμε.

Η ραχοκοκκαλιά του σεναρίου, το χτίσιμο της ιστορίας, η κατάληξή της δεν είναι τα δυνατά της σημεία. Δεν μπορείς να κάνεις και πολλά με το είδος της ρομαντικής κομεντί, δεν σου επιτρέπει η μία και μοναδική απαίτηση του κοινού: ήρθαμε σινεμά για να ερωτευθούμε, για να μάς γλυκάνετε, για να δούμε κάτι που θα φύγουμε με χαμόγελο. Η Χέντλουντ όμως προσπαθεί. Προσπαθεί να μην ακολουθήσει το κλισέ μοτίβο: αγόρι γνωρίζει κορίτσι, ανατροπή, αγόρι καταλήγει με κορίτσι. Προσπαθεί να δείξει ότι ο χρόνος στις σχέσεις των ανθρώπων δεν είναι γραμμικός: αρχή, μέση, τέλος. Κάνει κύκλους, επανέρχεται, ξαναφεύγει κι εκεί που νομίζεις ότι τελείωσε, η ζωή θα σε αναστατώσει, θα τα κάνει όλα μπάχαλο, θα σε φέρει πίσω. Πόσο καλογραμμένα είναι όλα αυτά; Οχι πολύ. Μπορεί να ξενερώσετε, μπορεί να μην πιστέψετε τίποτα, όμως, αν σας έχει πάρει μαζί του αυτό το ζευγάρι, μπορεί και σε στιγμές να συγκινηθείτε.

Εμείς ανήκουμε στους τελευταίους. Οχι δεν πρόκειται, φυσικά, για το «When Harry Met Sally» της γενιάς μας (θέλει δουλειά, απίστευτη πέννα και δαιμονισμένο ταλέντο για να γραφτεί κάτι τόσο προσεγμένο, τόσο απλό, τόσο αυτόματα κλασικό), αλλά η ιστορία του Τζέικ που Γνωρίζει τη Λένι μάς κέρδισε στα σημεία. Θα βγαίναμε ένα date για χάρη τους.