Ο Γκαμπριέλ χώρισε πριν από τέσσερα χρόνια. Από τότε η Σόφια, η οκτάχρονη κόρη του είναι το κέντρο της ζωής του. Κατηγορηματικά αντίθετος σε οποιοδήποτε φλερτ ή νέο έρωτα, χαρίζει όλη του την ενέργειά στην κόρη και τη δουλειά του. Μέχρι τη στιγμή που στην ζωή του θα μπει η Βίκυ μια όμορφη, ανεξάρτητη και γεμάτη αυτοπεποίθηση γυναίκα που στην πρώτη τους συνάντηση, και χωρίς να ξέρει τίποτα για τη ζωή του, του παραθέτει τον μοναδικό της όρο σε οποιαδήποτε νέα γνωριμία: δεν θα κάνει ποτέ σχέση με κάποιον που έχει παιδιά. Πριν καν το καταλάβει, ο Γκαμπριέλ της αποκρύπτει ότι είναι πατέρας, ξεκινώντας ένα καθημερινό «μαρτύριο» ψεμάτων και ελιγμών προκειμένου να μην τη χάσει από τη ζωή του.
To «Χωρίς Παιδιά» πέρασε πολλές βδομάδες στα ψηλά του Αργεντίνικου box office και μπορείς σίγουρα να καταλάβεις το γιατί. Ρομαντική κομεντί σχεδιασμένη ανάλαφρα, με αφήγηση βασισμένη σε παρεξηγήσεις που φορτώνονται η μία στην επόμενη που τραβά το θεατή με ευκολία μαζί της ως το τέλος, κινηματογραφικά ασήμαντη και ως προς τους χαρακτήρες της, τελικά, αδιάφορη. Το rating δε θα έπρεπε να έρχεται σε αστεράκια, μα σε «βλέπεται»-στα-πέντε.
Στην ταινία ο Γκαμπριέλ (Ντιέγο Περέτι, «ο Χιου Γκραντ της Αργεντινής») είναι ένας χωρισμένος πατέρας που έχει την κόρη του Σοφία (απολαυστική η μικρή Γουαδαλούπε Μανέντ) ως, εχμ, κόρη οφθαλμού. Κι ενώ η ζωή για τους δυο τους κυλά όμορφα και αρμονικά, επανεμφανίζεται η Βίκι, ένας εφηβικός έρωτας του Γκαμπριέλ (η Μαριμπέλ Βερντού από τον «Λαβύρινθο του Πάνα» και το «Θέλω και τη Μαμά Σου»), η οποία ωστόσο μισεί τα παιδιά. Ετσι ο Γκαμπριέλ αναγκάζεται να αρχίσει να της λέει ψέματα, πρώτα για την ίδια την ύπαρξη της κόρης του, κι έπειτα για τη σχέση της με αυτόν.
Εντελώς κλασική κωμωδία παρεξηγήσεων που νιώθεις πως έχεις δει ένα σωρό φορές, από ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες μέχρι το ‘90s εμπορικό αμερικάνικο σινεμά μέχρι τυχαία επεισόδια σε σίτκομ που παίζονται διαρκώς στην τηλεόραση. Μπορείς να προβλέψεις κάθε της στροφή, ενώ τα κωμικά της σημεία δεν είναι καν τα πιο δυνατά της (ας πούμε απλά πως δεν είναι από τις κωμωδίες που γελάς δυνατά).
Ωστόσο ο Γουίνογκραντ κρατά τα πάντα σε έναν τρομερά catchy ρυθμό - η αναλογία με τα σίτκομ που κάναμε παραπάνω συμπεριλαμβάνει και το πόσο εθιστικά και παρακολουθήσιμα είναι τα περισσότερα εξ αυτών. Υπάρχει ασφάλεια σε μια καλά εκτελεσμένη φόρμουλα, κι αν και εδώ οι εναλλαγές ανάμεσα σε κωμωδία και δράμα δεν είναι πάντοτε πετυχημένες, η χημεία ανάμεσα στο πρωταγωνιστικό τρίο, η σιγουριά του σεναρίου κι ο ρυθμός του φιλμ (που δεν εκπλήσσει αλλά και ποτέ δεν κουράζει) εγγυώνται μια ακίνδυνα ευχάριστη, άμεσα ξεχάσιμη, αίσθηση του γνώριμου.