Το 1986 το «Σιντ και Νάνσι» έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία στο Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών του Φεστιβάλ των Καννών. Ηταν η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Αλεξ Κοξ, ενός σκηνοθετη που είχε ήδη προκαλέσει αίσθηση δύο χρόνια πριν με το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, το Repo Man, και πραγματευόταν την βραχύβια και (αυτο)καταστροφική σχέση ενός καταραμένου ζευγαριού, του Βρετανού μπασίστα των Σεξ Πίστολς Σιντ Βίσιους και της Αμερικανίδας γκρούπι (αρχικά) και μάνατζέρ του (στη συνέχεια) Νάνσι Σπάνγκεν, από τη γνωριμία τους στο Λονδίνο το 1977, εποχή της μεγάλης δόξας του πρώτου ως μέλους του πιο εμβληματικού πανκ συγκροτήματος της περιόδου, μέχρι τις τελευταίες, βουτηγμένες στα ναρκωτικά και τη στέρηση μέρες του ζευγαριού στην Νέα Υόρκη το 1978 και το θάνατο της δεύτερης στο ξενοδοχείο Τσέλσι, κάτω από ακόμα και μέχρι σήμερα αδιευκρίνιστες συνθήκες, καθώς ποτέ δεν αποδείχθηκε αν ήταν όντως δολοφονία, αυτοκτονία ή ένα τραγικό ατύχημα.

Η ταινία προκάλεσε αναμενόμενα έντονες αντιδράσεις, αποθεώθηκε από μερίδα της κριτικής ως ένα instant cult classic, ενώ κατακεραυνώθηκε από άλλους, ανάμεσά τους και τον τραγουδιστή των Sex Pistols Τζόνι Ρότεν, ως μια αυθαίρετη διαστρέβλωση των πραγματικών περιστατικών. Τριανταένα χρόνια μετά, η επανέκδοση του «Σιντ και Νάνσι» στις αίθουσες της χώρας μας έρχεται με ψηφιακή κόπια να ανανεώσει το μύθο και τη διαχρονικότητα της ταινίας.

Ο Αλεξ Κοξ δεν ενδιαφέρεται για μια τυπική μουσική βιογραφία, ούτε θέλει να παρουσιάσει ένα αντικειμενικό κι εμπεριστατωμενο χρονικό της σχέσης του Βίσιους με την Σπάνγκεν, αλλά φιλοδοξεί να στήσει μια σεξπιρικών διαστάσεων τραγωδία για έναν καταδικασμένο έρωτα με την απεγνωσμένη οργή και την αδιέξοδη επιθετικότητα ενός πανκ τραγουδιού.

Γνήσια τέκνα του κινήματος από το οποίο ξεπήδησαν, τόσο ο Σιντ όσο και η Νάνσι βρήκαν ο ένας στο πρόσωπο του άλλου το συνοδοιπόρο για το ταξίδι της αυτοκαταστροφής ως μοναδική μορφή αντίστασης στην καταπίεση του συστηματος και ο Κοξ κινηματογράφησε την ανεξέλεγκτη αυτή πορεία με έναν ξέφρενο ρυθμό στο πρώτο μισό της ταινίας και με έναν ελεγειακό τόνο στο δεύτερο, χωρίς ποτέ η ταινία του να μοιάζει ανερμάτιστη, αντιθέτως κατάφερε να εγκολπώσει όλες τις ενδογενείς αντιφάσεις και τις σχιζοφρενικές κι ετερόκλητες συνιστώσες σε ένα χαοτικό μέν, αλλά απόλυτα συνεπές και ολοκληρωμένο τελικό αποτέλεσμα, που καταφέρνει να μεταδώσει όχι μόνο το zeitgeist της περιόδου και την (δια)ταραγμένη ψυχοσύνθεση του πρωταγωνιστικού του ζεύγους, μα πάνω απ’ όλα τη φιλοσοφία του πανκ ως τρόπο ζωής.

Το Λονδίνο των 70s του πρώτου μέρους αποτυπώνεται με ρεαλισμό, νευρώδη και σπασμωδική στις κινήσεις κάμερα κι απρόβλεπτες γωνίες λήψης, ενώ είναι έντονα τα στοιχεία της κοινωνικής σάτιρας, με εμβόλιμες πινελιές σουρεαλιστικού χιούμορ, και της αυθάδους σωματικότητας, η οποία εκδηλώνεται τόσο με τις βιαιοπραγίες και τους βανδαλισμούς στις εμφανίσεις των Pistols, όσο και στις ερωτικές σκηνές του ζευγαριού.

Αντίθετα, η κάθοδος στην κόλαση κινηματογραφείται σε μια δυστοπική και σχεδόν μετα-αποκαλυπτική Νέα Υόρκη, που αφαιρεί τη ζωή και το χρώμα από τα πλάνα, ενώ όλα μοιάζουν να επιβραδύνονται και να πνέουν τα λοίσθια σε μια πορεία ανάλογη εκείνης των δύο ηρώων προς την τραγική κορύφωση. Ουσιαστικός αρωγός για την επιτυχία αυτής της μετάβασης είναι ο διευθυντής φψτογραφίας Ρότζερ Ντίκινς, ο οποίος πολλά χρόνια πριν τις δεκατρείς υποψηφιότητες για Oσκαρ, παρουσιάζει ένα πρώτο δείγμα από τις ανυπέρβλητες ικανότητες του στο καδράρισμα και τον αντικατοπτρισμό της ψυχοσύνθεσης των ηρώων στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα, μετατρέποντας τις τελευταίες μέρες του ζευγαριού σε έναν ερεβώδη εφιάλτη,

Η μεγάλη αποκάλυψη της ταινίας, ωστόσο, ήταν και παραμένει ο Γκάρι Όλντμαν, στη δεύτερη μόλις εμφάνισή του στον κινηματογράφο και στον πρώτο του πρωταγωνιστικό ρόλο (τον οποίο μάλιστα έκλεψε την τελευταία στιγμή από τον Ντάνιελ Ντέι Λιούις). Ως Σιντ Βίσιους καταδύεται στα άδυτα του χαρακτήρα που υποδύεται με μια ορμή που μοιάζει ανεξέλεγκτη, είναι όμως απόλυτα πειθαρχημένη, ενώ σκιαγραφεί αριστοτεχνικά τις σκοτεινές πτυχές του και τη μάχη του με την εξάρτηση και τους προσωπικούς του δαίμονες, Αντίστοιχη εξαιρετική δουλειά στον φωνακλάδικο και σαματζίδικο ρόλο της Νάνσι κάνει η Κλόε Γουέμπ, η οποία όχι μόνο καταφέρνει να σταθεί επάξια δίπλα στον Oλντμαν και να κερδίσει τη συμπάθεια του θεατή σε έναν στριφνό ρόλο, αλλά ξεπερνά υποδειγματικά τους σκοπέλους της υστερίας και της καρικατούρας, στους οποίους άλλες τόσο εύκολα θα προσέκρουαν. Τέλος, η σύντομη εμφάνιση της Κόρτνει Λοβ στο ρόλο της φίλης της Νάνσι, Γκρέτσεν προσθέτει αναδρομικά τα απαιτούμενα layers (τραγικής) ειρωνείας, καθώς έμελλε και η ίδια να αποτελέσει δέκα χρόνια μετά την κυκλοφορία της ταινίας πρωταγωνίστρια άλλης μιας μελανής σελίδας στην ιστορία της ροκ μουσικής, αυτής της αυτοκτονίας του Κερτ Κομπέιν.

Ρομαντικό μέσα στην παρακμή του και τρυφερό μέσα στη σκληρότητά του, το «Σιντ και Νάνσι» είναι μια κραυγή που δεν έχει σταματήσει να αντηχεί τριάντα ένα χρόνια τώρα, ένα χρονικό μιας ολόκληρης εποχής κι ενός κινήματος που σήκωσε το μεσαίο δάχτυλο στα πάντα, μια ταινία που φλέγεται και χορεύει η ίδια πάνω στις στάχτες της, μα πάνω απ’ όλα μια μοναδική κινηματογραφική εμπειρία που σας καλεί να καταστραφείτε μαζί της. Ακολουθήστε την.