Oταν πρωτογνωρίζουμε τη νοσοκόμα Αλίς και τον κάπως ανιαρό αγρότη σύζυγό της, Μισέλ, μοιάζουν σαν ένα οποιοδήποτε μεσήλικο ζευγάρι παγιδευμένο σε έναν βαρετό και αδιέξοδο γάμο. Η Αλίς διατηρεί εξωσυζυγική σχέση με τον Ζοζέφ, έναν από τους ασθενείς της, ενώ ο Μισέλ κλείνεται για ώρες στο γραφείο του, υποτίθεται για να χειριστεί τις υποθέσεις της φάρμας τους. Oμως, όταν μια γειτόνισσά τους, η Έβελιν, εξαφανίζεται, αρχίζουμε να αναρωτιόμαστε αν οι άνθρωποι αυτοί έχουν σχέση με την εξαφάνισή της. Hταν η Έβελιν η ερωμένη του Μισέλ, κάτι που θα εξηγούσε το ότι ένα βράδυ εκείνος γυρνάει σπίτι με ματωμένο πρόσωπο; Ή μήπως την σκότωσε ο Ζοζέφ, ο σκύλος του οποίου καταλήγει περιέργως νεκρός από πυροβολισμό; Και πώς εμπλέκονται η νεαρή σερβιτόρα Μαριόν, που διατηρούσε τη δική της σχέση με το θύμα, αλλά και ο Αρμάν, ένας 20χρονος από την Ακτή Ελεφαντοστού που αναπάντεχα μοιάζει να είναι το πρόσωπο-κλειδί της υπόθεσης;

Ο Ντομινίκ Μολ μπορεί να χρειάστηκε εικοσι σχεδόν χρόνια για να κάνει κάτι αντίστοιχα δυνατό, σύνθετο και υπόγεια ανησυχητικό όπως το ντεμπούτο του, «Χάρι ο Καλύτερος Φίλος του Ανθρώπου», αλλά το κατορθώνει με το παραπάνω τώρα, με το εντυπωσιακό, συναρπαστικό, «Μόνο Αυτοί Είδαν τον Δολοφόνο».

Οι ιστορίες πέντε ανθρώπων κι ενός έκτου που άθελά του θα παίξει καταλυτικό ρόλο στις ζωές τους, συνδέονται σε ένα αφηγηματικό παζλ, που τόσο σεναριακά όσο και σκηνοθετικά, σε κρατά δέσμιο των μηχανισμών του και της μαεστρίας με την οποία σε μεταφέρει από την ορεινή επαρχία της Γαλλίας στο Αμπιτζάν της Ακτής του Ελεφαντοστού. Η δύναμη του τυχαίου, οι επιπτώσεις των επιλογών μας θα καθορίσουν την πορεία της ιστορίας, σε μια πλοκή που στην αρχή δείχνει ασαφής μα που όσο τα κομμάτια μπαίνουν στην θέση τους, αποκτά όχι απλά καθαρότητα μα και εντυπωσιακή δύναμη.

Μπορεί το σενάριο και το βιβλίο στο οποίο βασίστηκε να χρησιμοποιούν τις συμπτώσεις ως έναν βασικό μηχανισμό για να κάνουν την ιστορία να λειτουργήσει, αλλά τα παιχνίδια της τύχης και της μοίρας δεν δείχνουν απλά ως ευκολίες, αφού είναι απόλυτα συνδεδεμένα με τις πράξεις και τα θέλω των χαρακτήρων τους, αφού η τύχη μπορεί να είναι κάτι που φτιάχνουμε εμείς και οι συμπτώσεις πράγματα που αποκτούν βαρύτητα χάρη στη δική μας δράση.

Πέρα από τις συμπτώσεις που θα φέρουν τις τροχιές τους κοντά, οι ήρωες του φιλμ μοιράζονται άλλωστε κάτι ακόμη που τους ενώνει, την βαθιά επιθυμία για κάτι διαφορετικό, κάτι καλύτερο, είτε αυτό είναι η αγάπη, η επαφή, τα χρήματα, η ελπίδα για μια καλύτερη ζωή. Και μέσα από τη συνάντηση των ιστοριών τους, το «Μόνο Αυτοί Είδαν τον Δολοφόνο» διατρέχει όλο το συναισθηματικό και ηθικό φάσμα της ανθρώπινης φύσης.

Κάπως έτσι ο Ντομινίκ Μολ κατορθώνει να κάνει ένα πολυεπίπεδο θρίλερ που τρυπώνει κάτω από το δέρμα και που βρίσκει την αγωνία όχι απλά σε ένα αστυνομικό μυστήριο, μα σε όσα κρύβουν οι χαρακτήρες του συχνά κι από τον ίδιο τους τον εαυτό. Κι ακόμη κι αν κατά στιγμές το σύνθετο, πολύπλοκο οικοδόμημα της ιστορίας του δείχνει να χτίζεται στα εύθραυστα θεμέλια της αποδοχής του σχεδόν απίθανου από τον θεατή, το φιλμ όχι μόνο στέκεται όρθιο, αλλά λειτουργεί πετυχημένα τόσο σαν ένα θρίλερ που σιγοβράζει ,όσο και σαν ένα συνεχώς ενδιαφέρον, κοινωνικό ψηφιδωτό.