Το σινεμά της Ρουμανίας γνωρίζει τα τελευταία χρόνια μια αειφόρο άνθιση, με σκηνοθέτες και ταινίες από τη Βαλκανική χώρα να εμφανίζονται συνεχώς στο διεθνές φεστιβαλικό προσκήνιο και να κερδίζουν βραβεία και εντυπώσεις. Στις παρυφές αυτού του Ρουμάνικου Νέου Κύματος, αλλά αναπόσπαστο και μάλλον το πιο sui generis μέρος του, βρίσκεται ο Ράντου Ζούντε, ο οποίος, σε αντίθεση με όλους τους υπόλοιπους συμπατριώτες του, απομακρύνεται από τη ρεαλιστική καταγραφή του αβέβαιου μετακομμουνιστικού παρόντος της χώρας και προτιμά να στραφεί στο παρελθόν της και να αναπλάσει την ιστορική πραγματικότητα και τους κανόνες του είδους της ταινίας εποχής, όπως απέδειξε περίτρανα η προηγούμενη ταινία του, το «Αφερίμ!», ένα ταραντινικό γουέστερν εποχής για τη Μολδοβλαχία του 19ου αιώνα, που πίσω από τον απρόσμενο συνδυασμό του λαϊκού χιούμορ και του φορμαλιστικού στυλιζαρίσματος έκρυβε ένα επίκαιρο σχόλιο για την αγεφύρωτη πολυπολιτισμικότητα των Βαλκανίων.
Σε ένα ολότελα διαφορετικό κλίμα, αλλά με την ίδια προσέγγιση απέναντι στην ιστορία και την κινηματογραφική αναπαράσταση του παρελθόντος, το «Σημαδεμένες Καρδιές», η τελευταία ταινία του Ράντου Ζούντε, προβάλλεται από σήμερα στους κινηματογράφους και πιστοποιεί γιατί ο Ζούντε είναι μία από τις πιο φερέλπιδες και ενδιαφέρουσες παρουσίες στο διεθνές στερέωμα σήμερα.
Στη διάρκεια του καλοκαιριού του 1937, ο Εμάνουελ, ένας εύθραυστος και σχεδόν μισχοειδής φοιτητής, εισάγεται σε ένα σανατόριο στη Μαύρη Θάλσσσα για θεραπείες από τη φυματίωση των οστών. Υπό την επίβλεψη του ιδιόρρυθμου και μανιώδη καπνιστή θεράποντος ιατρού του, ο Εμανουέλ θα υποβληθεί σε οδυνηρες επεμβάσεις και θα παραμείνει κλινήρης, δέσμιος της φθινουσας υγείας του, αλλά και ενός ολόσωμου σχεδόν γύψινου νάρθηκα, θα ανακαλύψει ωστόσο στο απομονωμένο σανατόριο έναν ολόκληρο, νέο (μικρό)κομο, θα συνδεθεί ρομαντικά με δύο γυναίκες και στο κατώφλι του θανάτου θα ανακαλύψει τη ζωή, όσο στον έξω κόσμο η ανθρωπότητα αρχίζει σταδιακά να παραδίδεται στον εφιάλτη ενός νεου, επικείμενου όλεθρου.
Βασισμένο στη ζωή και το έργο του άγνωστου κι αμετάφραστου στη χώρα μας «Κάφκα» της Ρουμανίας, όπως τον αποκάλεσε ο Ευγένιος Ιονέσκο, Μαξ Μπλέτσερ, ενός ποιητή και συγγραφέα που σε μια πορεία παράλληλη με αυτή του πρωταγωνιστή της ταινίας πέρασε μεγάλο μέρος της σύντομης ζωής του καθηλωμένος στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου λόγω της ίδιας ασθένειας, το «Σημαδεμένες Καρδιές», που είναι άλλωστε και ο τίτλος ενός από τα λιγοστά έργα που ο Μπλέτσερ άφησε παρακαταθήκη, δεν κρύβει ούτε στιγμή τις λογοτεχνικές καταβολές του. Σε όλη τη διάρκεια της ταινίας απόσπάσματα από όλο το έργο του Μπλέτσερ διακόπτουν, εμπλουτιζουν, σχολιάζουν ή δίνουν νέες διαστάσεις στην αφήγηση και παρεμβάλλονται ως μεσότιτλοι, δίνοντας αφενός μια αύρα βωβού κινηματογράφου στην ταινία, αφετέρου τονίζοντας την ανάγκη του κεντρικού ήρωα να ζησει, να δημιουργήσει και να εκφραστεί μέσα σε ένα περιβάλλον, όπου κυριαρχούν ο πόνος και ο θάνατος, μικρά θραύσματα σκέψεων και συναισθημάτων που δεν έχουν αρχή ή τέλος (σε κανένα απόσπασμα δεν υπάρχουν κεφαλαία γράμματα ή στιξη).
Ταυτόχρονα η ταινία του Ζούντε είναι επηρεασμένη κι από ένα άλλο έργο-σταθμό στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας, το «Μαγικό Βουνό». Οπως και στο magnum opus του Τόμας Μαν, έτσι κι εδώ, ο κλειστός κι αποκομμένος χώρος του σανατορίου μετατρέπεται σταδιακά σε ένα σύμβολο ολόκληρης της Ευρώπης της εποχής και αντικατοπτρίζει όχι μόνο τους προβληματισμούς, αλλά και τα δεινά της εποχής: η άνοδος και η επικράτηση του εθνικισμού που θα μετατραπεί απροκάλυπτα σε φασισμό, ο αντισημιτισμός (ο κεντρικός ήρωας, όπως άλλωστε και ο Μπλέτσερ, είναι Εβραίος), η αδυναμία του διανοούμενου να παρέμβει και να αλλάξει τη ροή της ιστορίας και κυρίως μια διάχυτη αίσθηση ότι όλη η ανθρωπότητα νοσεί χαρακτηρίζουν την ταινία και της δίνουν έναν τόνο επιθανάτιας πομπής.
Το «Σημαδεμένες Καρδιές» μεταφράζει κινηματογραφικά την σωματική ακινησία του κεντρικού ήρωα, αλλά και την πνευματική και υπαρξιακή του αεικινησία με στατικά πλάνα που θυμίζουν tableaux vivants, έξοχα καδραρισμένα από τον διευθυντή φωτογραφίας Μάριους Παντούρου, στα οποία το εσωτερικό του νοσοκομείου αποτυπώνεται με μουντά και ψυχρά χρώματα, ενώ στους εξωτερικούς χώρους το φως οργιάζει, δίνοντας μια εξωπραγματική διάσταση στη λαχτάρα του Εμάνουελ και των υπόλοιπων τρόφιμων για ζωή, η αποσπασματικότητα της αφήγησης, ωστόσο, και η κατάτμησή της στην επεισοδίακή καταγραφή της καθημερινότητας στο σανατόριο, σε συνδυασμό με την υπερβολική διάρκεια των 140 λεπτών και την ψυχρή κι αποστασιοποιημένη προσέγγιση του Ζούντε αποξενώνουν τον θεατή και καθιστούν αδύνατη τη συναισθηματική του εμπλοκή ή ταύτιση.
Με τον χαρισματικό Λουσιάν Ρους στον κεντρικό ρόλο, ο οποίος παραπέμπει εμφανισιακά (και όχι μόνο) στον πρωταγωνιστή του εμβληματικού «Ημερολογίου Ενός Εφημέριου» του Ρομπέρ Μπρεσόν και γεμάτο από διακειμενικές αναφορές, το «Σημαδεμένες Καρδιές» τελικά (και κάπως ειρωνικά) δεν σημαδεύει στην καρδιά του θεατή, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν συγκινεί, αλλά επιχειρεί κάτι πιο βαθύ και φιλόδοξο, κι εν πολλοίς το καταφέρνει, αφού μέσα από τους απολαυστικούς διαλόγους, βουτηγμένους ενίοτε στο παράλογο κι ενίοτε στην απελπισία, και την οριζόντια και στατική πλανοθεσία, αποτυπώνει το πεισιθάνατο κλίμα της πρόζας του Μπλέτσερ και μιας εποχής στα πρόθυρα μιας νέας μεγάλης φρίκης. Ολοκληρώνοντας έναν ύμνο στη ζωή και στο ανθρώπινο πνεύμα που λυγίζει μεν, δεν σπάει όμως ποτέ από τους περιορισμούς και τη φθορά του σώματος.