O 43χρονος «Γκιγιόμ Κανέ», ηθοποιός, σκηνοθέτης, σύζυγος της οσκαρικής σούπερ-σταρ «Μαριόν Κοτιγιάρ» και πατέρας ενός μικρού αγοριού, πηγαίνει στο γύρισμα της νέας του ταινίας. Ανάμεσα στα πλάνα της ημέρας, σε τηλεφωνήματα με τον ατζέντη του και τον ουρολόγο του (για ένα ευαίσθητο ανδρικό ζήτημα), μία δημοσιογράφος επιχειρεί να πάρει συνέντευξη από τον ίδιο και την νεαρή, χοτ συμπρωταγωνίστριά του που... ερμηνεύει την κόρη του. Κι εκεί η αλήθεια θα αποκαλυφθεί για να του ανατινάξει το μυαλό: η κοπέλα είναι η σταρ, αυτή θα φέρει το κοινό στις αίθουσες, εκείνος είναι μεσήλικας, ξεπερασμένος, όχι πια sexy, όχι πια cool, όχι πια «rock 'n' roll». Πότε συνέβη όλο αυτό; Πότε ανοιγοκλείνεις τα μάτια και η ζωή σε έχει προσπεράσει; Πότε έγινες ο «κύριος Κανέ»; Το περιστατικό αυτό λειτουργεί ως θανατηφόρο -στον εγωισμό του σταρ- τσίμπημα. Το δηλητήριο εισχωρεί σταδιακά και προκαλεί υπαρξιακή κρίση, βαθιά νευρωτική διαταραχή και ναρκισσιστική φρενίτιδα: ο Κανέ θα αλλάξει τη συμπεριφορά, την εμφάνιση του, θα χάσει τον άξονά του, τις σχέσεις του, τον εαυτό του. Γιατί στην εποχή μας, την εποχή της αιώνιας νεότητας και του φαίνεσθαι, ποιος πραγματικά τολμά να μεγαλώσει;
Ο Κανέ έγραψε το σενάριο κι απόφασισε να γυρίσει την ταινία, αμέσως μετά από τη δική του προσωπική κρίση: το 2013, το «Blood Ties», η 4η ταινία που σκηνοθέτησε, πατώνει καλλιτεχνικά και εμπορικά κι αυτό του στοιχίζει. Ειδικά όταν μία δημοσιογράφος του πετάει κατά τη διάρκεια μίας συνέντευξης ότι ως σύζυγος, πατέρας, ιδιοκτήτης φάρμας με άλογα δεν είναι πια «rock 'n' roll». Μεγάλωσε. Αποφασίζει ότι η επόμενη ταινία του θα είναι αυτό ακριβώς: στην εποχή των selfies, τι σημαίνει και τι συμβαίνει στο «self» να μεγαλώνεις; Και, επιπλέον, τι συμβαίνει στον ηθοποιό, στη βιομηχανία που δεν επιτρέπει σε κανέναν να γεράσει;
Κάπου εκεί σταματούν τα αυτοβιογραφικά στοιχεία. Ο «Γκιγιόμ Κανέ» δεν είναι ο Κανέ, αλλά γράφει, σκηνοθετεί και ερμηνεύει μία αυτοσαρκαστική, σατιρική καρικατούρα του εαυτού και της ζωής του, ακριβώς γιατί θέλει να εξερευνήσει την ακραία κοινωνική μας αντίληψη και συμπεριφορά. Ποιος είσαι, ποια η δημόσια εικόνα σου, ποια η διαστρεβλωμένη αντίληψη του κοινού για σένα, την καθημερινότητά σου, τη σύντροφό σου (μία εξαιρετική, ξεκαρδιστική, ακομπλεξάριστη Κοτιγιάρ να ερμηνεύει την «οσκαρική ηθοποιό Μεθόδου Κοτιγιάρ»). Πώς, μέσα από τον παραμορφωτικό φακό των κινητών και κάτω από το άυπνο βλέμμα των social media, το image σου επιβάλλεται στο είναι σου. Μη παχύνεις, μη χαλαρώσεις, μην αφεθείς. Μη μεγαλώσεις. Μία δικτατορία επιβεβλημένης νεανικότητας - ακόμα και στη δουλειά σου. Αν δεν είσαι νέος, το σύστημα σε ξερνάει. Ή, τουλάχιστον, ζεις με τη συνεχή ανασφάλεια ότι θα το κάνει.
Κι αυτό είναι το ακόμα πιο τολμηρό στην ταινία: μιλάμε συνεχώς για το πόσο κοστίζει στις γυναίκες ηθοποιούς να μεγαλώνουν, αλλά κανείς δεν έχει εξερευνήσει την ανδρική ανασφάλεια. Κανείς δεν έχει δείξει έναν άντρα ηθοποιό και τι έχει υποστεί για να κερδίσει τον επόμενο ρόλο σε ένα τέτοιο ανταγωνιστικό περιβάλλον. Πώς μετά το αθώο γυμναστήριο, ακολουθεί ο κομμωτής και μετά ο πλαστικός. Κι ο Κανέ αποφασίζει να το κανιβαλίσει - τεντώνει τα όρια, αφήνεται ελεύθερος, χωρίς φίλτρο. Διασκεδάζει, κατασπαράζοντας τον εαυτό του.
Η ταινία είναι κωμωδία, αλλά, η επίγευση είναι πικρή, μελαγχολική, σε στιγμές κατάμαυρη. Κι αν κάπου χάνεται εντελώς η ισορροπία μεταξύ σεναριακής γενναιότητας, μπουφόνικης υπερβολής και αφηγηματικής «γαλικουριάς» στην κάθαρση, κι αν ο σουρεαλισμός του τελευταίου μέρους μάς χάνει, τελικά το συγχωρούμε. Γιατί η ειλικρίνεια του Κανέ είναι αφοπλιστική και η παρωδία του δεν αφήνει καθόλου ασχολίαστο ότι όλο αυτό δεν είναι παρά ένας προνομιούχος προβληματισμός. Ας κοιτάξουμε γύρω μας, μέσα μας. Το ότι γερνάμε σημαίνει ότι δεν πεθάναμε.