Our hearts were ringing, in the key that our souls were singing, λένε οι Earth, Wind and Fire στο μεγάλο late seventies σουξέ τους «September», και το πανέμορφο animation του Ισπανού Πάμπλο Μπέργκερ, που είχε προ δεκαετίας παντρέψει τον μύθο της «Σταχτοπούτας» με τον Ισπανικό Εμφύλιο σε ένα ασπρόμαυρο βωβό κομψοτέχνημα, διατρέχει το φιλμ όχι μόνο σαν λάιτ μοτίβο μιας υπό άνθιση φιλίας, αλλά και σαν γλυκόπικρη ανάμνηση μιας σχέσης που διακόπηκε απότομα.
Στη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του ’80, μια ανθρωπόμορφη «ζωούπολη» σύμφωνα με τον Μπέργκερ (και το βιβλίο κόμικς της Αμερικανής Σάρα Βέιρον όπου βασίστηκε το σενάριο), ο Σκύλος, που περνάει τις μέρες του μόνος, βλέποντας τηλεόραση και παίζοντας Pong στην Atari κονσόλα του, αποφασίζει να παραγγείλει το ρομπότ συντροφιάς που είδε σε κάποιο infomercial. Το ψιλόλιγνο ανδροειδές που συναρμολογεί είναι πράγματι μια φιγούρα χαμογελαστή, δραστήρια, παιχνιδιάρικη. Σκύλος και Ρομπότ γίνονται κολλητοί. Ολοήμερες βόλτες στους δρόμους και στα πάρκα του Μανχάταν, φαΐ, γέλιο, διασκέδαση.
Όμως μια τέτοια μέρα ξεφαντώματος στην πλαζ του Κόνι Άιλαντ θα έχει άσχημη κατάληξη. Το Ρομπότ βραχυκυκλώνει, ανίκανο να κουνηθεί. Ανήμπορος κι ο σκύλος, φέρνει την επομένη τα εργαλεία του για να τον επισκευάσει, αλλά η παραλία έχει μόλις κλείσει για χειμώνα. Όταν οι επανειλημμένες απόπειρές του να παραβιάσει την περίφραξη τον φέρνουν αντιμέτωπο με τον νόμο, εγκαταλείπει απελπισμένος. Τον Ιούνιο πάλι, με το άνοιγμα της παραλίας.
Οι ακόλουθοι μήνες και η βαρυχειμωνιά, που καλύπτουν και το μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης, είναι καίριοι θεματικά. Ξαπλωμένο και αδρανές στην άμμο, με επισκέπτες εκ θάλασσας ή εξ ουρανού να σπάνε μια στο τόσο την ρουτίνα άλλοτε ευχάριστα κι άλλοτε όχι, το ρομπότ βιώνει για πρώτη φορά τη μοναξιά που εξαρχής πραγματεύεται η ταινία. Κι αυτή η αίσθηση παραστατικοποιείται εκπληκτικά μέσα από τα γεμάτα ελπίδα όνειρά του για επανένωση με τον φίλο του. Από τη μεριά του, ο Σκύλος επιχειρεί να δοκιμαστεί σε νέες παρέες, προσπάθειες (ενίοτε σλάπστικ) που θα καταλήξουν σε αποτυχία έως και τραυματισμό. Είναι σαν να έχει ξεχάσει εντελώς την ύπαρξη του Ρομπότ, μια αναλγησία απότομη και σεναριακά αστήριχτη, που συνιστά ίσως και το μόνο αδύναμο σκέλος της ιστορίας.
Ψεγάδι, ωστόσο, που δεν υπονομεύει τελικά το σύνολο, το «ομιλούν» μέσα από τις αδρές γραμμές, τα έντονα χρώματα και το ζωηρό φόντο του χειροποίητου σκίτσου και τη μουσική του Αλφόνσο ντε Βιλαλόνγκα (με το «September» σταθερά και δημιουργικά ενσωματωμένο στις νότες της), όπως και, κυρίως, το ουσιώδες στον τρόπο που γιορτάζει την αξία της φιλίας πέρα από προσδιορισμούς φύλου, ράτσας και «κατασκευής», στα χνάρια κλασικών κινηματογραφικών μύθων από τον «Μάγο του Οζ» (όπου γίνεται και άμεση αναφορά) μέχρι τον (υποτιμημένο, άπαιχτο στις ελληνικές αίθουσες) «Ατσαλένιο Γίγαντα».
Άλλωστε, ο Ιούνιος θα έρθει, όπως και να έχει. Μαζί του, θα τελεσθεί και μια επανασύνδεση διαφορετική, που ούτε στο χάπι έντινγκ υποκύπτει ακριβώς, όπως θα περίμενε κανείς από ένα τέτοιο παραμύθι, ούτε και αφήνει τους ήρωες στην τύχη τους, παρά προτείνει την συντροφικότητα ως μια συλλογική διεκδίκηση και ιδανικό.