Μια νεαρή κοπέλα ανησυχεί για το αγόρι της που εξερευνά μια σκοτεινή υποκουλτούρα η οποία έχει να κάνει με μια μυστηριώδη βιντεοκασέτα που λέγεται πως σκοτώνει, επτά ημέρες μετά, όποιον την παρακολουθεί. Θυσιάζεται για να σώσει το αγόρι της κι ανακαλύπτει κάτι τρομακτικό: υπάρχει «μια ταινία μέσα στην ταινία» που δεν την έχει δει ποτέ κανείς.

Eχει περάσει πάνω από μια δεκαετία από τότε που είδαμε για τελευταία φορά ένα από τα πιο τρομαχτικά φαντάσματα της ιαπωνικής κινηματογραφικής κουλτούρας να ξεπηδά, σχεδόν κυριολεκτικά, στις οθόνες μας - τότε σε μια πιο ευκολόπεπτη μεταφορά για το δυτικό κοινό με το «The Ring» του Γκορ Βερμπίνσκι το 2002 και λίγο αργότερα με το «The Ring Two» του Χιντέο Νακάτα το 2005.

Αν και η πρώτη ταινία, με πρωταγωνίστρια την σατανική Σαμάρα και την βιντεοκασέτα της που θέλει να πεθαίνεις σε 7 μέρες από την στιγμή που την βλέπεις, είχε καταφέρει να διακριθεί δεόντως για τις ανατριχιαστικές της εικόνες και την βαριά της επιβλητική ατμόσφαιρα, η δεύτερη (σκηνοθετημένη μάλιστα από τον ίδιο τον σκηνοθέτη του αυθεντικού ιαπωνικού «Ringu») απλά απέδειξε το πόσο εύκολα αυτός ο μύθος μπορεί να καταρρεύσει εν ριπή οφθαλμού σε κάτι το άνευρο, κλισέ και αδιάφορο.

Και εκεί που πιστεύαμε πως είχαμε θάψει για τα καλά κάτω από εκείνα τα ερείπια την Σαμάρα και την καταραμένη βιντεοκασέτα της, το Χόλιγουντ έρχεται να κάνει μια τελευταία γρήγορη αρπαχτή στο όνομά της, λες και αυτό θα ήταν ικανό για να διασώσει το μύθο. Ο Ισπανός σκηνοθέτης Φ. Χαβιέρ Γκουτιέρεθ είναι ανίκανος να αναζωπυρώσει, ή έστω να προσπαθήσει να μιμηθεί, την ατμόσφαιρα και τις ανατριχίλες της πρώτης ταινίας, ολα δουλεύουν ρολόι με τα κλισέ να διαδέχονται το ένα το άλλο, καθώς εσύ μάταια προσπαθείς να βρεις κάτι που θα σε κάνει να τρομάξεις ή έστω πεταχτείς από το κάθισμά σου μιας και γνωρίζεις, με μαθηματική ακρίβεια, το τι και πότε θα συμβεί.

Χαμένος στην μετάφραση ανάμεσα στις ιαπωνικές ρίζες της ταινίας και στις δυτικές επιρροές της, ο Γκουτιέρεθ βάζει το φιλμ του σε αυτόματο πιλότο με την Σαμάρα να δουλεύει υπερωρίες στο τομέα τρόμου, αφού η παρουσία της είναι και η μόνη που προσφέρει τις όποιες ανατριχίλες ανά τακτά διαστήματα. Τίποτα ωστόσο δεν τον σταματάει από το να πέσει σε φτηνές λύσεις τρόμου, από τα πουλιά να πέφτουν στο παρμπρίζ μέχρι και, το κλασικό πλέον, τούφες από τρίχες να βγαίνουν από το στόμα της πρωταγωνίστριας, ενώ η δράση φαίνεται να έχει παγώσει πριν ακόμα να έχει αρχίσει η ταινία. Ακόμα και το νέο καταραμένο βίντεο μοιάζει σαν να είναι ένα κακό αντίγραφο του πρώτου.

Ακολούθως και το σενάριό του «Rings» φαίνεται να έχει ξεφύγει από την όλη μυθολογία της σειράς. Η Σαμάρα και η βιντεοκασέτα της… λατρεύονται από ένα είδος αίρεσης/κλαμπ φοιτητών με τα VCR να παίρνουν φωτιά, και με αρχηγό τους μάλιστα τον Τζόνι Γκαλέκι της φήμης του «The Big Bang Theory», γεννά από μόνο του ένα μεγάλο «γιατί;». Ούτε η ιστορία προέλευσης όλου αυτού του κακού, με τους πραγματικούς γονείς της να κάνουν την εμφάνισή τους, κεντρίζει το ενδιαφέρον μιας και μοιάζει πιο κλισέ και αδιάφορο από τα ίδια τα κλισέ που μάλλον προσπαθεί να αποφύγει. Αλλά και η καθιερωμένη πλέον ανατροπή (που μόνο ανατροπή δεν την λες) στο φινάλε της, είναι το τελευταίο κομμάτι σε μια ίσως από τις πιο υπερβολικά κοινότοπες ταινίες τρόμου των τελευταίων χρόνων.

Και η συνέχεια που προμηνύεται σχεδόν αναπόφευκτη είναι ίσως το πιο τρομαχτικό στοιχείο της ταινίας, ικανό να σε κάνει να τρέξεις να βάλεις φωτιά σε ό,τι βιντεοκασέτα σου έχει ξεμείνει στο ράφι.