Αν κάθε ταινία του Γούντι Αλεν είναι σα μια συνεδρία (δικής του) ψυχανάλυσης, το «Φεστιβάλ του Ρίφκιν» είναι μια απ' αυτές τις συνεδρίες όπου δεν έχει πολλά νέα να πει, αλλά και τα παλιά τα λέει χαριτωμένα.
Ο Μορτ Ρίφκιν (ο Γουάλας Σον στο ρόλο του alter ego του σκηνοθέτη), είναι ένας κυνικός θεωρητικός του κινηματογράφου κι ανέκδοτος συγγραφέας. Η σύζυγός του, Σου (καλώς την, πάλι, την Τζίνα Γκέρσον), είναι υπεύθυνη δημοσιότητας για την ταινία του νεαρού, επιτηδευμένου Γάλλου «auteur», Φιλίπ (ο Λουί Γκαρέλ σε μια σατιρική ενσάρκωση του ναρκισσισμού των Γάλλων δημιουργών γενικώς). Οι δυο τους ταξιδεύουν στο Φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν για την πρεμιέρα της ταινίας, αλλά ο Μορτ αρχίζει να υποψιάζεται ότι η Σου είναι ερωτευμένη με τον Φιλίπ - αυτό θα του δώσει το πολυπόθητο άλλοθι, όχι μόνο για να επαναθεωρήσει τη δική του ζωή και να ταξιδέψει στις αγαπημένες του (κινηματογραφικές, φυσικά), φαντασιώσεις, αλλά και να γνωρίσει μια όμορφη Ισπανίδα γιατρό.
Ατυπα «εξόριστος» από την Αμερική, όπου, άλλωστε, η ταινία ακόμα δεν έχει προβληθεί, ο Γούντι Αλεν επαναλαμβάνει κάτι που ξέρει να κάνει από λίγο έως πολύ καλά: επιλέγει ένα κοσμοπολίτικο περιβάλλον (εκπληκτική τουριστική διαφήμιση για το Σαν Σεμπαστιάν η ταινία), για να μιλήσει για τα άγχη και την αποσύνθεση ενός γάμου, ταυτόχρονα για την τέχνη, το σινεμά, τη θνητότητα, ανάλαφρα και περιπαιχτικά.
Αυτό που άλλες ταινίες του παίρνουν ως βάση και, πάνω του, χτίζουν αξέχαστους διαλόγους ή ξέφρενες διαδρομές, εδώ ο Γούντι Αλεν το αφήνει... ως έχει. Οπως, ενώ βρίσκεται στο Σαν Σεμπαστιάν, λίγο ξεστρατίζει από το πολυτελές ξενοδοχείο των ηρώων του, έτσι και παραμένει στις ήδη τόσο γνώριμες στο έργο του κυνικές αναφορές στις σχέσεις, τον υπαρξισμό, τα πράγματα που αγαπά, φοβάται ή αντιπαθεί, χωρίς να κάνει τον κόπο να τις οδηγήσει σ' ενδιαφέροντα μέρη.
Το κωμικότερο και, μαζί, συγκινητικότερο στοιχείο του φιλμ είναι οι φαντασιακές συναντήσεις του Μορτ με το σύμπαν των σκηνοθετών - ινδαλμάτων του, του Τριφό, του Γκοντάρ, του Φελίνι, του Μπέργκμαν (και ξανά του Μπέργκμαν...), στο ασπρόμαυρο του Βιτόριο Στοράρο και με μια απολαυστική «διπλοτυπία» τους με την αληθινή ζωή. Κατά τα άλλα, αυτή είναι μια μέτριας έμπνευσης και πρόσφορης ευκολίας ταινία του Γούντι, κομψή και πνευματώδης όπως πάντα, έστω κι αν καταναλώνεται πιο γρήγορα κι από ένα ποτήρι κρασί - με τη βεβαιότητα ότι κι ο σκηνοθέτης της δεν είχε, γι' αυτή, μεγαλύτερες προσδοκίες.