Τον Οκτώβριο του 2014 ο Μπεντζαμίν Μιλπιέ διαδέχθηκε την Μπριζίτ Λεφέβρ κι ανέλαβε την περίοπτη κι αξιοζήλευτη θέση του Καλλιτεχνικού Διευθυντή του Μπαλέτου της Όπερας του Παρισιού, του παλαιότερου θιάσου μπαλέτου κι ενός εκ των τεσσάρων πιο διάσημων και ισχυρών στον κόσμο μαζί με τα μπαλέτα Μπολσόι και Μαριίνσκι και το Βασιλικό Μπαλέτο του Λονδίνου. Λιγότερο από έναν χρόνο μετά, στις 24 Σεπτεμβρίου του 2015, πραγματοποιήθηκε στο εμβληματικό Παλέ Γκαρνιέ, στέγη του οργανισμού από το 1875 μέχρι σήμερα, η επίσημη πρεμιέρα του «Clear, Loud, Bright, Forward», της πρώτης παράστασης που βασίστηκε σε δική του χορογραφία. Το «Η Ιστορία Μιας Πρεμιέρας» των Τιερί Ντεμεζιέρ και Αλμπάν Τερλέ καταγράφει την πορεία του Μιλπιέ από τη σύλληψη της αρχικής ιδέας μέχρι την πρώτη της πανηγυρική παρουσίαση.
Ο πρωτότυπος γαλλικός τίτλος (Relève: Histoire d'une Création) αυτής της χρηματοδοτημένης από την ίδια την Oπερα του Παρισιού παραγωγής από το 2015 περιγράφει καλύτερα την προσέγγιση των δύο σκηνοθετών στο υλικό τους. Παίζοντας τόσο με τις πολλαπλές σημασίες του ρήματος relever, όσο και με την διεθνώς καθιερωμένη έννοια του ρελεβέ στο μπαλέτο, οι Ντεμεζιέρ και Τερλέ φιλοδοξούν να παρουσιάσουν όχι μόνο την πορεία της καλλιτεχνικής δημιουργίας, αλλά και την ανανεωτική ορμή με την οποία ο Μιλπιέ ανέλαβε τα ηνία ενός καλλιτεχνικού οργανισμού με ιστορία τριών αιώνων και άκαμπτους κανονισμούς και διαδικασίες, προσπαθώντας να τον «ανυψώσει» στις απαιτήσεις μιας νέας εποχής.
Με μια εικοσαετή εμπειρία στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και θητεία ως χορευτής και χορογράφος στο Μπαλέτο της Νέας Υόρκης, ο Μιλπιέ έγινε διάσημος παγκοσμίως, ακόμα και στο κοινό που δεν ασχολείται με το χορό, κλασικό ή μοντέρνο, λόγω της συμμετοχής του ως χορογράφος στον «Μαύρο Κύκνο» του Ντάρεν Αρονόφσκι, αλλά κυρίως λόγω του γάμου του με την πρωταγωνίστρια της ταινίας Νάταλι Πόρτμαν. Η επιστροφή του στα πάτρια εδάφη και μάλιστα στην τόσο νευραλγική θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή ενός από τους πιο ισχυρούς καλλιτεχνικούς οργανισμούς παγκοσμίως ήταν αναμφίβολα μια πρόκληση και προκάλεσε αναμενόμενα αντιδράσεις.
Η πρόθεση του Μιλπιέ να καινοτομήσει και να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στο κλασικό μπαλέτο με το μοντέρνο χορό γίνεται εμφανής από την αρχή. Ως πρώτο του προσωπικό project επέλεξε μία παράσταση βασισμένη σε πρωτότυπη ατονική μουσική του Νεοϋορκέζου μοντερνιστή Νίκο Μούλι, ενώ απόφάσισε να χρησιμοποιήσει δεκαέξι νέους σπουδαστές της Σχολής της Όπερας και όχι τους καθιερωμένους και ήδη διάσημους σολίστες. Ωστόσο το ντοκιμαντέρ των Ντεμεζιέρ και Τερλέ προτιμά να υπονοήσει τη ρήξη του Μιλπιέ με το κατεστημένο και να επικεντρωθεί στη δημιουργία, αφήνοντας το χορό και τα σώματα να μιλήσουν μέσα στους επιβλητικούς και δαιδαλώδεις χώρους της Όπερας του Παρισιού και τη χαρισματική παρουσία του Γάλλου χορευτή και χορογράφου να λάμψει.
Η κάμερα των Ντεμεζιέρ και Τερλέ τον ακολουθεί παντου: στο άκουσμα για πρώτη φορά της μουσικής και τη γέννηση της έμπνευσης μέσα από τις πρώτες, ενστικτώδεις κι αντανακλαστικές θαρρείς, κινήσεις του σώματός του πάνω στις (α)τονικότητές της, στις συναντήσεις του και τις πυρετώδεις προετοιμασίες της παράστασης τόσο με την απολαυστικά νευρωτική βοηθό του Βιρζινί, όσο και με τους υπέυθυνους της Οπερας του Παρισιού, στις εξαντλητικές πρόβες με τους χορευτές και τη διδασκαλία τους, στις αγωνιώδεις τελευταίες προσθήκες και διορθώσεις πριν την πρεμιέρα.
Αυτή η τελετουργική διάθεση επανάληψης (repetition άλλωστε στα γαλλικά εκτός από επανάληψη σημαίνει και πρόβα) ενδεχομένως θα κουράσει όσους δεν είναι μυημένοι στο χόρο, αναδεικνύει όμως ταυτόχρονα τη σωματικότητα και την εκφραστικότητα του χορού ως τέχνης, ενώ υπογραμμίζει και την τελειομανία του δημιουργού, που παλεύει σε αντίστροφη μέτρηση για την ολοκλήρωση του οράματός του μέχρι την τελική δικαίωση. Είναι, άλλωστε, τόσο εκφραστικός και μεταδοτικός ο Μιλπιέ ως καλλιτέχνης κι ως προσωπικότητα που ο θεατής δεν μπορεί παρά να παραδοθεί στη γοητεία του και να τον ακολουθήσει στα βήματα της χορογραφίας του.