Ο πατήρ Φαμπιάν αναλαμβάνει καθήκοντα σε ένα μικρό νησί των Δαλματικών ακτών που μαστίζεται από υπογεννητικότητα. Υπό την απειλή να μειωθεί το Καθολικό ποίμνιό του, συλλαμβάνει ένα σατανικό σχέδιο. Με τη βοήθεια του περιπτερά του χωριού τρυπάνε όλα τα προφυλακτικά που είναι προς πώληση, ενώ αργότερα μπαίνει στο κόλπο και ο φαρμακοποιός του χωριού, ο οποίος αντικαθιστά τα αντισυλληπτικά χάπια με βιταμίνες. Σύντομα, μία σειρά από ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες θα προκαλέσουν το απόλυτο χάος και το αφελές σχέδιο θα φανερώσει όλες τις αδυναμίες του.

Σκηνοθετημένο σπιρτόζικα, το «Θεϊκό Κόλπο» βασίζεται σε μια χαριτωμένη ιδέα – τα σπασμένα προφυλακτικά made in church – και στην αίσθηση του μικρού σκανδάλου που κάνει το θεατή να χαμογελά πονηρά παρακολουθώντας τις ερωτικές περιπέτειες των κατοίκων ενός μικρού νησιωτικού χωρίου στις ακτές της Αδριατικής.

Αυτές, οι πρώτες σκηνές της ταινίας, είναι και οι πιο – ο Θεός να τις κάνει - χαριτωμένες, ενδεικτικές του στιλ ενός στα όρια του comic strip σκηνοθέτη που μέσα στα χρόνια και με τεράστιες επιτυχίες στη χώρα του έχει τελειοποιήσει το στιλ της λαϊκής κωμωδίας που σατιρίζει τα κακώς κείμενα της τραυματισμένης γειτονιάς του, εδώ χτυπώντας κέντρο στην υποκρισία της καθολικής εκκλησίας και στα σκοτεινά μυστικά που έκρυβαν ανέκαθεν επιμελώς οι μικροκοινωνίες.

Γρήγοροι ρυθμοί, γκαγκς που επιτίθενται στην πολιτική ορθότητα, μια παλέτα γνώριμων φιγούρων που θα συναντούσες σε κάθε επαρχία και λίγη από τουριστική ατραξιόν για το hype της Κροατίας, το «Θεϊκό Κόλπο» θα ήθελε να είναι η ταινία – ακροβάτης που ισορροπεί στη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη σάτιρα και την αυθεντική κωμωδία, ανάμεσα στην ξέφρενη φάρσα και την καταγγελία, ανάμεσα στην ακραία εκδοχή της ηθογραφίας και στο δράμα.

Μόνο που ο Μπρέσαν, ικανός γνώστης του ρυθμού, των ερμηνειών (ειδικά του Κρέζιμιρ Μίκιτς στον κεντρικό ρόλο του ιερέα) και του καλαμπουρτζίδικου timing, δεν σημαίνει πως είναι και καλός ακροβάτης, αφού το υπερφορτωμένο του μικρό έπος παραπαίει συνεχώς ανάμεσα στα είδη χωρίς ποτέ να τολμά την πραγματική υπέρβαση που θα το μεταμόρφωνε από απλώς χαριτωμένο σε κάτι πραγματικά... πολιτικό. Και ακριβώς στη στιγμή που ο τόνος αλλάζει για να δώσει τη θέση του στο δράμα, η πτώση είναι ηχηρή.

Σε ένα δεύτερο μέρος (με τον ίδιο τρόπο που στο πρώτο φιλοδοξεί να σκανδαλίσει) που ο Μπρέσαν προσπαθεί να σοκάρει και να ξεσκεπάσει τις φρίκες που κρύβονται κάτω από το «αλάθητο» της καθολικής εκκλησίας, το «Θεϊκό Κόλπο» γίνεται αδικαιολόγητα βαρύ, κακόγουστα δραματικό και τελικά ακόμη πιο εύκολο, σαν μια είδηση που μεταφέρεται στους κατοίκους μιας επαρχίας για το κακό που έπεσε στο χωριό εν είδει κουτσομπολιού.

Και παραμένοντας έτσι μέχρι το τέλος, προφασίζεται πως μοιράζεται την κοσμική ευθύνη μιας τραγικής εξομολόγησης με τον θεατή, ενώ στην πραγματικότητα απλά κρύβει και το ίδιο πίσω από μια σοβαροφανή και πομπώδη δραματικότητα την αδυναμία του να είναι κάτι περισσότερο από μια feelgood φάρσα για το μεγάλο κοινό. Μην το πείς ούτε του παπά, που λέμε.