Οσες ταινίες προσπάθησαν να συνδέσουν την απονενοημένη (και, μεταξύ μας, πιο βίαιη από την ίδια την κατοχή του δαίμονα) πρακτική του εξορκισμού με κάθε λογής ψυχολογικά τραύματα ή να τη θέσουν σε τροχιά μιας σύγχρονης παραβολής για τα απανταχού «άσε το κακό να μπει», απέτυχαν. Οι ταινίες εξορκισμού, με διαρκή και μόνιμη ταινία - αναφοράς τον «Εξορκιστή» του Γουίλιαμ Φρίντκιν είναι τρομακτικές, δυσάρεστες και έχουν νόημα μόνο όταν είναι κυριολεκτικές: όταν δηλαδή βρισκόμαστε μπροστά σε ένα δαίμονα που έχει κυριεύσει έναν άνθρωπο.

Κυρώς γιατί μόνο σε αυτήν την περίπτωση επιτρέπουν την οποιαδήποτε αναγωγή στο κοινωνικο-πολιτικό-θρησκευτικό γίγνεσθαι της εποχής τους και μπορούν να λειτουργήσουν ως ένα θορυβώδες, γεμάτο γαστρικά υγρά και βαλκάνιες βρισιές σχόλιο πάνω στο ίδιο το κακό.

Στο «Φως του Διάβολου», ο Ντάνιελ Σταμ που κάποτε ψέλλισε κάτι ενδιαφέρον για το «είδος» με το ψευδοντοκιμαντερίστικο στιλ στον (όχι δεν ήταν τελικά) «Τελευταίο Εξορκισμό», μπλέκεται σε μια ιστορία που προσπαθεί να ανανεώσει τα τετριμμένα, τραβώντας τη μυθολογία των εξορκισμών από τα (προσοχή spoiler alert - αχτένιστα) μαλλιά για να καταλήξει με… τρίχες.

Η πλοκή θέλει μια καλόγρια σε μια σχολή εξορκισμών να διψάει για μάθηση και να επιθυμεί διακαώς να γίνει η πρώτη γυναίκα εξορκιστής στην ιστορία. Κρύβει και δεν κρύβει πως ο δαίμονας που αργά η γρήγορα θα βρεθεί πολύ κοντά της, θέλει την ίδια, απομεινάρι μιας σχέσης που κρατάει από όταν ήταν παιδί. Οταν θα πείσει για την επιμέλεια της, θα εισχωρήσει στα απόρρητα αρχεία των δαιμονισμένων σε τελικό στάδιο και θα βάλει σκοπό της ζωής της να σώσει ένα αθώο κορίτσι που βασανίζεται από τον σατανά.

100 λεπτά κοινοτοπιών, φτηνών έως και κακοφτιαγμένων jump scares και χωρίς κανένα λόγο βίαιων και αποκρουστικών σκηνών αλλά και απανωτών μελοδραμάτων μετά, το «Φως του Διαβόλου» φωτίζει μόνο μια παντελώς αποτυχημένη προσπάθεια εκμοντερνισμού του εξορκισμού με κάτι από female power συνδυασμένο καταχρηστικά με ψυχαναλυτική σάλτσα (και ούτε έναν εμετό…), παραμένοντας από την αρχή μέχρι το τέλος ένα φαινομενικά υποβλητικό σχόλιο πάνω στους «δαίμονες» που μας κατατρύχουν που όμως δεν μπορεί να σε ξεγελάσει στιγμή για την ετοιματζίδικη εκτέλεσή του.

Σε μια βιομηχανία που ζητάει φτηνό τρόμο για να γεμίσει slots πριν την περίοδο του Halloween, αλλά και στη θερινή περίοδο, είναι πράγματι να αναρωτιέσαι πόσες ακόμη τέτοιες κακές ταινίες θα δούμε πριν κάποιος φωνάξει οριστικά «απεταξάμην»