Οι πιο θανάσιμοι κυνηγοί του σύμπαντος είναι πιο δυνατοί, πιο έξυπνοι και πιο φονικοί από ποτέ, έχοντας εξελιχθεί γενετικά με DNA από άλλα είδη. Οταν ένα νεαρό αγόρι προκαλέσει κατά λάθος την επιστροφή τους στη Γη, μόνο μια ετερόκλητη ομάδα πρώην στρατιωτών και μια καθηγήτρια εξελικτικής βιολογίας θα μπορέσουν να εμποδίσουν το τέλος του ανθρώπινου είδους.

Μπορεί το franchise του «Κυνηγού» να μην γνώρισε την αναγνώριση και την επιτυχία όπως το έτερο εξωγήινο αδερφάκι του, το «Alien», αλλά για πολλούς η ταινία του 1987 σε σκηνοθεσία Τζον ΜακΤίρναν θεωρείται μια από τις πιο cult ταινίες δράσης/τρόμου που κυκλοφόρησαν μέσα στα ‘80s.

Για τον σκηνοθέτη Σέιν Μπλακ, ο οποίος συνυπογράφει το σενάριο αλλά είχε πρωταγωνιστήσει και στην original ταινία του ’87 στο δεύτερο ρόλο του Χόκινς, η σειρά είχε σταματήσει κάπουε εκεί, στη δεύτερη ταινία. Θέλοντας να αναβιώσει την επίδρασή της πάνω σε σωστές βάσεις, «διαγράφει» όλες τις υπόλοιπες από το σύμπαν του «Κυνηγού» και ως ένας πραγματικός fan boy προσπαθεί να δείξει στη νέα γενιά το μυστικό συστατικό της επιτυχίας του.

Πιο ταλαντούχος ως σεναριογράφος στo είδος της κωμικής περιπέτειας («Φονικό Οπλο», «Ο Τελευταίος Πρόσκοπος», «Last Action Hero»), ο Μπλακ καταφεύγει στην (μαύρη) κωμωδία, αφήνοντας πίσω του τον τρόμο και την αγωνία και την όποια old-school ατμόσφαιρά που καταρρέει ήδη από τις πρώτες σκηνές. Ναι, το κύριο χαρακτηριστικό του reboot αυτού είναι τα… αστεία και μάλιστα είναι τόσα πολλά που από ένα σημείο και μετά δείχνουν σαν να έχουν βρεθεί εδώ ξέμπαρκα από μια άλλη ταινία.

Ο Μπλακ είναι γνωστός για το αθυρόστομο χιούμορ του και την χαβαλεδιάρικη διάθεσή του (με πρόσφατες καλές στιγμές του τα «Kiss Kiss Bang Bang» και «The Nice Guys», αλλά εδώ χάνει το όποιο μέτρο. Και η ταινία του ’87 είχε χιούμορ, αλλά ο Μπλακ εδώ φαίνεται να μην παίρνει την δική του στα σοβαρά.

Από την άλλη, το αίμα και η δράση ρέουν άφθονα, από την αρχή μέχρι το τέλος. Η τεστοστερόνη ξεχειλίζει από παντού και η macho διάθεση μοιάζει να αποτελεί το κύριο ανούσιο συστατικό της, ένα από τα «τραύματα» των επαναληπτικών γυρισμάτων και των επανασυγγραφών που επιχείρηθηκαν στο σενάριο. Η πρώτη ταινία ήταν τόσο αγαπημένη γιατί ήταν αυθεντικά τρομαχτική. Και αυτό γιατί ο Κυνηγός ήταν ένας χαρακτήρας που έδειχνε πραγματικά απειλητικός γιατί γνωρίζαμε ελάχιστα πράγματα γι’ αυτόν, και εμφανίζονταν μόνο όταν έπρεπε. Για τον Μπλακ όμως ισχύει το «όσο περισσότερο τόσο το καλύτερο», ο Κυνηγός είναι απλά μια μασκότ τον οποίο ρίχνει στις σκηνές με την πρώτη ευκαιρία που θα βρει.

Το σενάριο υπάρχει μόνο και μόνο για να δώσει κάποιο κίνητρο για τον Κυνηγό να κατακρεουργήσει ανυποψίαστους στρατιώτες. Κανένας από τους χαρακτήρες, macho στρατιώτες ή μη, δεν θα σε κάνει να νοιαστείς αρκετά για αυτούς. Ο Μπόιντ Χόλμπρουκ σίγουρα δεν είναι Σβαρτζενέγκερ, και ο Τρεβάντε Ρόουντς (ο πρωταγωνιστής του «Moonlight»), με το πραγματικό όνομα του χαρακτήρα του να είναι Γκέιλορντ (αστείο για τον προηγούμενο ρόλο του) ίσως να προσπαθεί λίγο παραπάνω από όλους. Ακόμη κι ο χαρακτήρας της Ολίβια Μουν, μια επιστήμονας που ίσως έριχνε λίγο περισσότερο φως στην φύση του Κυνηγού, καταλήγει κι αυτή ένας από τους υπόλοιπους στρατιώτες με όπλο στα χέρια της.

Τι μένει; Το κυνήγι των easter eggs, που κάνει τους φανατικούς της σειράς να βρίσκονται σε εγρήγορση και μερικές σκηνές δράσης σε ένα συνολικά απογοητευτικό πακέτο reboot/sequel. Μια πραγματικά χαμένη ευκαιρία για την αναβίωση ενός franchise που δείχνει να είναι εκτός τόπου και χρόνου, χωρίς να μπορεί πλέον να προσφέρει τίποτα ούτε στην καινούργια γενιά θεατών, αλλά πόσο μάλλον σε μια γενιά που αγάπησε τόσο πολύ την, κλασική πλέον, ταινία του ’87.