Στο χωριό Γκερέρο, κρυμμένο στα απομονωμένα οροπέδια του Μεξικού, η ζωή είναι αδιέξοδη. Ολοι δουλεύουν, άμεσα ή έμμεσα, για τα καρτέλ - κι αν είναι τυχεροί, μόνο στα χωράφια με τις παπαρούνες μαζεύοντας υγρή κοκαΐνη. Οι πιο άτυχοι βλέπουν τα μαύρα τζιπ των Αφεντικών να κάνουν επέλαση στα σπίτια τους και να αρπάζουν τις κόρες τους όταν φτάσουν στην εφηβεία. Ιδανική ηλικία για trafficking. Για αυτό οι μάνες (πολλές από αυτές και οι ίδιες θύματα στο παρελθόν) κουρεύουν τα κορίτσια τους αγορίστικα, τους απαγορεύουν να βάφονται, τους σκάβουν κρυψώνες στο χώμα και τους μαθαίνουν τι πρέπει να κάνουν όταν χτυπήσει η πόρτα τους.

Κάπως έτσι μεγαλώνει και η μικρή Ανα: κάτω από το άγρυπνο βλέμμα της μαμάς Ρίτα, μιας γυναίκας βαθιά κουρασμένης και πικρά απογοητευμένης από τον αγώνα μίας αμφίβολης καθημερινής επιβίωσης. Η Ανα και οι φίλες της έχουν μάθει να δραπετεύουν από τα σκοτάδια της ζωής τους παίζοντας παιχνίδια φαντασίας, θεωρώντας τη φιλία τους ασπίδα απέναντι στο κακό και κάνοντας όνειρα για το μέλλον. Μόνο που όταν έρθει η νύχτα της φωτιάς, θα χρειαστεί να μεγαλώσουν πολύ γρήγορα.

Η Μεξικάνα Τατιάνα Χουέζο πατάει ελαφρά στο βιβλίο της Τζένιφερ Κλέμεντς («Prayers for the Stolen», 2014) για να κατασκευάσει ένα πορτρέτο ενηλικίωσης μέσα σε μια κοινότητα ασφυκτική, αδιέξοδη και διεφθαρμένη. Υπάρχουν όλα τα συστατικά των αληθινών ιστοριών για τα αδίστακτα καρτέλ που θα μπορούσαν να μετατρέψουν την ταινία της σ' ένα drama porn - μία μελό καταγραφή του τραύματος του να είσαι γυναίκα, σάρκα προς πώληση, βορρά στο επικερδές κυνήγι των τοπικών μαφιόζων.

Αντιθέτως όμως, η Χουέζο κρατά απίστευτες ισορροπίες στην πέννα της, στη σκιαγράφηση των ηρωίδων και των ιστοριών τους. Η εμπειρία της στο ντοκιμαντέρ φαίνεται. Επιτυγχάνει με οικονομία και αυτοπεποίθηση να καταγράφει ωμά την αλήθεια, χωρίς να την εκμεταλλεύεται, αλλά και ποιητικά την νεανική αθωότητα, χωρίς να την καλλιγραφεί. Ο τρόπος που η κάμερά της χορεύει ανάμεσα στον λυρισμό της εφηβικής φαντασίας (η δουλειά της διευθύντριας φωτογραφίας Νταριέλα Λάντλοου είναι εξαιρειτκή), και τον αυστηρό ρεαλισμό των αδιέξοδων ζωών είναι μετρημένος, προσεκτικός, ιδανικός. Κρατά τα κορίτσια της σε κοντινό, αλλά την απειλή μακριά - ακόμα κι εκτός κάδρου. Γιατί ξέρει ότι δεν χρειάζεται να υπογραμμίσει τον κίνδυνο για να μάς παγώσει το αίμα. Το μυαλό του θεατή συμπληρώνει την εικόνα, ακόμα πιο τρομακτικά.

Κάπως έτσι, όταν η νύχτα της φωτιάς έρθει για να κάψει κάθε αυταπάτη happy end, η Χουέζο έχει χτίσει τις γερές βάσεις μίας μελέτης της γυναικείας δύναμης - του μητρικού σθένους, της καρτερικότητας και της αλληλεγγύης απέναντι σε μία αμείλικτη πατριαρχία - που σε ορισμένους γεωγραφικούς τόπους είναι καταφανής και ανελέητη. Κάπως έτσι, η σύνδεση που έχει επιτύχει με τα κορίτσια της, μάς κάνει να λυγίζουμε απέναντι στο προδιαγεγραμμένο μέλλον τους, να ανοίγουμε πύρινους διαλόγους στο μυαλό μας, παρόλο που εκείνες δεν λένε λέξη.

Κάπως έτσι, το ιδανικό της καστ, με τόσο νατουραλιστικές ερμηνείες που αναρωτιέσαι αν είναι πράγματι γυναίκες των μεξικανικών βουνών, γεμίζει τη νύχτα φως: το φως της φιλίας, το φως της αποκάλυψης, το φως της ευθύνης που όλοι φέρουμε όταν βγούμε από τα σκοτάδια της σκοτεινής αίθουσας.