Στη Χιλή του 1973, κατά τις τελευταίες ημέρες της προεδρίας του Σαλβαδόρ Αλιέντε, ο Μάριο, ένας υπάλληλος νεκροτομείου ερωτεύεται την γειτόνισσα του Νάνσυ, η οποία εργάζεται ως χορεύτρια σε ένα καμπαρέ. Μετά από μια βίαιη επιδρομή του στρατού στο σπίτι της οικογένειάς της, ακούει για τη σύλληψη του αδελφού της και του πατέρας της, ενός προεξέχοντος Κομμουνιστή και υποστηρικτή του Σαλβαδόρ Αλιέντε. Η ίδια η Νάνσυ εξαφανίζεται μυστηριωδώς την 11η Σεπτεμβρίου. Προβληματισμένος και τρελά παθιασμένος από την απώλεια της, ο Μάριο ξεκινάει μια μανιώδη αναζήτηση. Η κυβέρνηση του Αλιέντε έχει πλέον ανατραπεί και οι άνθρωποι πεθαίνουν στους δρόμους. Ο Χιλιανός στρατός καταλαμβάνει το νεκροτομείο και πολλά πτώματα συσσωρεύονται, αλλά ο Μάριο δεν μπορεί να πάρει το μυαλό του από του Νάνσυ.
Ενας υπάλληλος νεκροτομείου, μια ανορεξική χορεύτρια σε καμπαρέ και η χειρότερη μέρα στην πρόσφατη ιστορία της Χιλής.
Θα μπορούσε να είναι η αρχή από ένα ανέκδοτο, αν δεν ήταν η πιο μαύρη, απαισιόδοξη, μίζερη ταινία που είδατε εδώ και καιρό.
Κι αυτό θα μπορούσε να ήταν έπαινος, μόνο αν, η δεύτερη μεγάλου μήκους του Λαρέν, σκηνοθέτη του ανάλογα καταθλιπτικού «Tony Manero» κατόρθωνε να προσθέσει στην συμπυκνωμένη του σκοτεινιά, την ένταση μιας ιστορίας που να μπορεί να την στηρίξει.
Οχι ότι δεν υπάρχουν δυνατές στιγμές στην εξιστόρηση των γεγονότων του πραξικοπήματος του Πινοσέτ μέσα από τα μάτια του σχεδόν κατατονικού ήρωά του, μόνο που έρχονται πολύ αργά και κρατούν πολύ λίγο.
Οχι όμως και η απεικόνιση τους: οι σκηνές στο νεκροτομείο, τα πτώματα που στοιβάζονται στους διαδρόμους την μέρα του πραξικοπήματος, η βία εκτός κι εντός οθόνης, και κυρίως το «κοντινό» σε χαρακτήρες που μοιάζουν κάτι παραπάνω από προβληματικοί, δίνουν δυστυχώς στο Post Mortem κάτι από την αίσθηση ενός freak show, εκεί που πιθανότατα στόχευε σε αυτό μιας πολιτικής παραβολής.
Ο Λαρέν έχει αναμφίβολα μια δική του γλώσσα, ξέρει να μπλέκει αντίθετους κινηματογραφικούς φθόγγους (το χιούμορ με την απελπισία, τον θάνατο με τον ρομαντισμό) σε καινούριες ιδιαίτερες «λέξεις» αν και δεν έχει κατορθώσει να βρει ακόμη την ισορροπία ανάμεσα στο στιλ των εικόνων του και την ουσία του σινεμά του.
Ετσι μοιραία, το «Post Mortem» δεν κατορθώνει ποτέ να σε βυθίσει στην ασφυξία και τα σκοτάδια που περιγράφει, αφού δυστυχώς τα σημάδια της κατασκευής του, το πόσο υπολογισμένα μοιάζουν όλα με βάση τις επιταγές ενός σινεμά που είναι τώρα σε ζήτηση (κυρίως από τα φεστιβάλ), διακρίνονται εύκολα πίσω από την επιφάνειά του.