Oταν ο πυροσβέστης Τζέικ Κάρσον και η ελίτ ομάδα του ειδικών πυροσβεστών έρχονται να διασώσουν τρία αδέρφια από μια καταστροφική πυρκαγιά, αμέσως συνειδητοποιούν ότι καμιά εκπαίδευση ως τώρα δεν θα μπορούσε να τους προετοιμάσει για την πιο δύσκολη δουλειά τους – να γίνουν μπεϊμπισίτερ. Οι πυροσβέστες αδυνατούν να εντοπίσουν τους γονείς των παιδιών και ενώ τους συμβαίνουν τα πάνω-κάτω στη ζωή και στη δουλειά τους, γρήγορα μαθαίνουν ότι τα παιδιά - όπως οι πυρκαγιές - είναι άγρια και απρόβλεπτα.

Απλά και μόνο διαβάζοντας την περίληψη την ταινίας δεν μπορείς να περιμένεις και πολλά από αυτήν την - ο Θεός να την κάνει - οικογενειακή κωμωδία καταστάσεων, παρά μόνο ίσως ένα δυο γέλια εδώ κι εκεί. Ομως οι συγκεκριμένοι πυροσβέστες αντί να σου σβήσουν την όποια επιθυμία έχεις για λίγη ώρα χαλαρής διασκέδασης με τα παιδιά ή τα ανίψια σου, το μόνο που καταφέρνουν φεύγοντας από την αίθουσα να σου έχουν κάψει τον εγκέφαλο.

Ο Τζον Σένα είναι ένας ακόμη ηθοποιός ο οποίος προστίθεται στον κατάλογο εκείνων που πρωταγωνιστούν σε ρόλους μπρατσαράδων σκληροτράχηλών άντρων, με την τεστοστερόνη τους να ξεχειλίζει από παντού, όπου μέχρι και το τέλος καταλήγουν να γίνονται «γατάκια» από τα παιδιά συμπρωταγωνιστές τους, στη μακρά παράδοση του Αρνολντ Σβαρτζενέγκερ στο «Ο Μπάτσος του Θηριοτροφείου», ή του Βιν Ντίζελ στο «Pacifier» ή, του αγαπημένο στο είδος των ταινιών αυτών, Ντουέιν Τζόνσον στα «The Game Plan» και «Tooth Fairy».

Μόνο που στην προκειμένη περίπτωση η ταινία του Αντι Φίκμαν (υπεύθυνος και για το «The Game Plan») όχι απλά δεν σέβεται τους ανήλικους θεατές της, στους οποίους και απευθύνεται, βασίζοντας τα περισσότερα αστεία της σε σκατολογικό και άνοστο χιούμορ, πιστεύοντας πως είναι ανίκανα να καταλάβουν οτιδήποτε άλλο ως αστείο, αλλά ούτε τους ενήλικες που τα συνοδεύουν βάζοντας τους στο μαρτύριο να βλέπουν αγαπημένους κωμικούς όπως τους Κίγκαν-Μάικλ Κέι, Τζον Λεγκουιζιάμο και Τζούντι Γκριρ να παίζουν ρόλους που πραγματικά τους αδικούν. Ολοι τους προσπαθούν σκληρά για να πετύχουν ίσως κάποια χαχανητά μέσα από τις κρυάδες που λένε, αλλά το μόνο που πετυχαίνουν είναι να γίνουν ανυπόφορα εκνευριστικοί σε βαθμό που προτιμάς να υποστείς οτιδήποτε άλλο εκτός από το να κάτσεις ακόμα ένα λεπτό στην αίθουσα.

Εχουμε μάθει να μην παίζουμε με τη φωτιά, οπότε αν είναι να πάρετε σοβαρά τον τίτλο της συγκεκριμένης ταινίας τότε το καλύτερο που έχετε να κάνετε είναι απλά να μείνετε μακριά της.