Η μικρή Νορά δεν θέλει ν' αποχωριστεί τον μπαμπά της στην αυλή του σχολείου. Τον αγκαλιάζει και κλαίει σιωπηλά. Η καθημερινότητα εκεί είναι δυσβάσταχτη, αλλά κανείς δεν το ξέρει. Ο αδελφός της, ο Αμπέλ, κάθε μέρα πέφτει θύμα των άλλων αγοριών της τάξης που τον βασανίζουν και τον εξευτελίζουν, ξανά και ξανά, χωρίς οι πολυάσχολοι, κουρασμένοι κι εκνευρισμένοι δάσκαλοι να το παρατηρούν. Η Νορά γνωρίζει, αλλά ο Αμπέλ την έχει ορκίσει να μην το πει στους «μεγάλους». Πόσο θ' αντέξει το κοριτσάκι να μείνει σιωπηλό κάτω από ένα τόσο βαρύ φορτίο;

Η Λορά Γουαντέλ, διακεκριμένη ήδη από τη μικρού μήκους της, «Les corps étrangers» του 2014, γράφει και σκηνοθετεί μια ταινία για το bullying, βραβεύεται στο Ενα Κάποιο Βλέμμα του Φεστιβάλ Καννών, κάνει το γύρο του κόσμου και υποβάλλεται από το Βέλγιο για το Όσκαρ Διεθνούς Ταινίας. Η σκηνοθετική ματιά της είναι αφοπλιστική. Η κάμερα εστιάζει, σχεδόν πάντα και σχεδόν μόνο, στο πρόσωπο της Νορά. Η βία περνά κλεφτά από την περιφερειακή όραση. Ο,τι συμβαίνει στο σχολείο, συμβαίνει κυρίως εκτός κάμερας, με τον θεατή ν' ακούει τη δράση και ν' αντιλαμβάνεται τη φρίκη της στα εκφραστικά μάτια της Νορά (τι δώρο αυτή η ερμηνεία της μικρής Μάγια Βάντερμπεκ), στα χείλη της που πεισμώνουν ή τρεμοπαίζουν για να μην κλάψει. Η συναισθηματική ένταση κι η οργή αυξάνοντονται σταδιακά κι εκρηκτικά.

Στο βωμό, βέβαια, αυτής της αισθητικής επιλογής, η Γουαντέλ αφήνει πράγματα κι ανθρώπους ανεξερεύνητα. Οι ενήλικες είναι στερεοτυπικοί, ο μπαμπάς «άνεργος» και αμέτοχος, η μαμά απούσα χωρίς πολλές εξηγήσεις, η δασκάλα πάντα «καλή», τα mean girls και τα κακά αγόρια μονοδιάστατα. Είναι, όμως, τόσο ευαίσθητη και διαπεραστική αυτή η ματιά στο παιδικό σύμπαν που, ομολογουμένως, οι εξηγήσεις περνούν σε δεύτερο πλάνο, σαν την αγριότητα των μικρών, σαν την αδιαφορία των μεγάλων.